헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνθλίβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνθλίβω συνθλίψω

형태분석: συν (접두사) + θλίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 맞붙다, 충돌하다, 격돌하다
  1. to press together, compress

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνθλίβω

(나는) 맞붙는다

συνθλίβεις

(너는) 맞붙는다

συνθλίβει

(그는) 맞붙는다

쌍수 συνθλίβετον

(너희 둘은) 맞붙는다

συνθλίβετον

(그 둘은) 맞붙는다

복수 συνθλίβομεν

(우리는) 맞붙는다

συνθλίβετε

(너희는) 맞붙는다

συνθλίβουσιν*

(그들은) 맞붙는다

접속법단수 συνθλίβω

(나는) 맞붙자

συνθλίβῃς

(너는) 맞붙자

συνθλίβῃ

(그는) 맞붙자

쌍수 συνθλίβητον

(너희 둘은) 맞붙자

συνθλίβητον

(그 둘은) 맞붙자

복수 συνθλίβωμεν

(우리는) 맞붙자

συνθλίβητε

(너희는) 맞붙자

συνθλίβωσιν*

(그들은) 맞붙자

기원법단수 συνθλίβοιμι

(나는) 맞붙기를 (바라다)

συνθλίβοις

(너는) 맞붙기를 (바라다)

συνθλίβοι

(그는) 맞붙기를 (바라다)

쌍수 συνθλίβοιτον

(너희 둘은) 맞붙기를 (바라다)

συνθλιβοίτην

(그 둘은) 맞붙기를 (바라다)

복수 συνθλίβοιμεν

(우리는) 맞붙기를 (바라다)

συνθλίβοιτε

(너희는) 맞붙기를 (바라다)

συνθλίβοιεν

(그들은) 맞붙기를 (바라다)

명령법단수 συνθλίβε

(너는) 맞붙어라

συνθλιβέτω

(그는) 맞붙어라

쌍수 συνθλίβετον

(너희 둘은) 맞붙어라

συνθλιβέτων

(그 둘은) 맞붙어라

복수 συνθλίβετε

(너희는) 맞붙어라

συνθλιβόντων, συνθλιβέτωσαν

(그들은) 맞붙어라

부정사 συνθλίβειν

맞붙는 것

분사 남성여성중성
συνθλιβων

συνθλιβοντος

συνθλιβουσα

συνθλιβουσης

συνθλιβον

συνθλιβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνθλίβομαι

(나는) 맞붙어진다

συνθλίβει, συνθλίβῃ

(너는) 맞붙어진다

συνθλίβεται

(그는) 맞붙어진다

쌍수 συνθλίβεσθον

(너희 둘은) 맞붙어진다

συνθλίβεσθον

(그 둘은) 맞붙어진다

복수 συνθλιβόμεθα

(우리는) 맞붙어진다

συνθλίβεσθε

(너희는) 맞붙어진다

συνθλίβονται

(그들은) 맞붙어진다

접속법단수 συνθλίβωμαι

(나는) 맞붙어지자

συνθλίβῃ

(너는) 맞붙어지자

συνθλίβηται

(그는) 맞붙어지자

쌍수 συνθλίβησθον

(너희 둘은) 맞붙어지자

συνθλίβησθον

(그 둘은) 맞붙어지자

복수 συνθλιβώμεθα

(우리는) 맞붙어지자

συνθλίβησθε

(너희는) 맞붙어지자

συνθλίβωνται

(그들은) 맞붙어지자

기원법단수 συνθλιβοίμην

(나는) 맞붙어지기를 (바라다)

συνθλίβοιο

(너는) 맞붙어지기를 (바라다)

συνθλίβοιτο

(그는) 맞붙어지기를 (바라다)

쌍수 συνθλίβοισθον

(너희 둘은) 맞붙어지기를 (바라다)

συνθλιβοίσθην

(그 둘은) 맞붙어지기를 (바라다)

복수 συνθλιβοίμεθα

(우리는) 맞붙어지기를 (바라다)

συνθλίβοισθε

(너희는) 맞붙어지기를 (바라다)

συνθλίβοιντο

(그들은) 맞붙어지기를 (바라다)

명령법단수 συνθλίβου

(너는) 맞붙어져라

συνθλιβέσθω

(그는) 맞붙어져라

쌍수 συνθλίβεσθον

(너희 둘은) 맞붙어져라

συνθλιβέσθων

(그 둘은) 맞붙어져라

복수 συνθλίβεσθε

(너희는) 맞붙어져라

συνθλιβέσθων, συνθλιβέσθωσαν

(그들은) 맞붙어져라

부정사 συνθλίβεσθαι

맞붙어지는 것

분사 남성여성중성
συνθλιβομενος

συνθλιβομενου

συνθλιβομενη

συνθλιβομενης

συνθλιβομενον

συνθλιβομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνθλίψω

(나는) 맞붙겠다

συνθλίψεις

(너는) 맞붙겠다

συνθλίψει

(그는) 맞붙겠다

쌍수 συνθλίψετον

(너희 둘은) 맞붙겠다

συνθλίψετον

(그 둘은) 맞붙겠다

복수 συνθλίψομεν

(우리는) 맞붙겠다

συνθλίψετε

(너희는) 맞붙겠다

συνθλίψουσιν*

(그들은) 맞붙겠다

기원법단수 συνθλίψοιμι

(나는) 맞붙겠기를 (바라다)

συνθλίψοις

(너는) 맞붙겠기를 (바라다)

συνθλίψοι

(그는) 맞붙겠기를 (바라다)

쌍수 συνθλίψοιτον

(너희 둘은) 맞붙겠기를 (바라다)

συνθλιψοίτην

(그 둘은) 맞붙겠기를 (바라다)

복수 συνθλίψοιμεν

(우리는) 맞붙겠기를 (바라다)

συνθλίψοιτε

(너희는) 맞붙겠기를 (바라다)

συνθλίψοιεν

(그들은) 맞붙겠기를 (바라다)

부정사 συνθλίψειν

맞붙을 것

분사 남성여성중성
συνθλιψων

συνθλιψοντος

συνθλιψουσα

συνθλιψουσης

συνθλιψον

συνθλιψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνθλίψομαι

(나는) 맞붙어지겠다

συνθλίψει, συνθλίψῃ

(너는) 맞붙어지겠다

συνθλίψεται

(그는) 맞붙어지겠다

쌍수 συνθλίψεσθον

(너희 둘은) 맞붙어지겠다

συνθλίψεσθον

(그 둘은) 맞붙어지겠다

복수 συνθλιψόμεθα

(우리는) 맞붙어지겠다

συνθλίψεσθε

(너희는) 맞붙어지겠다

συνθλίψονται

(그들은) 맞붙어지겠다

기원법단수 συνθλιψοίμην

(나는) 맞붙어지겠기를 (바라다)

συνθλίψοιο

(너는) 맞붙어지겠기를 (바라다)

συνθλίψοιτο

(그는) 맞붙어지겠기를 (바라다)

쌍수 συνθλίψοισθον

(너희 둘은) 맞붙어지겠기를 (바라다)

συνθλιψοίσθην

(그 둘은) 맞붙어지겠기를 (바라다)

복수 συνθλιψοίμεθα

(우리는) 맞붙어지겠기를 (바라다)

συνθλίψοισθε

(너희는) 맞붙어지겠기를 (바라다)

συνθλίψοιντο

(그들은) 맞붙어지겠기를 (바라다)

부정사 συνθλίψεσθαι

맞붙어질 것

분사 남성여성중성
συνθλιψομενος

συνθλιψομενου

συνθλιψομενη

συνθλιψομενης

συνθλιψομενον

συνθλιψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέθλιβον

(나는) 맞붙고 있었다

συνέθλιβες

(너는) 맞붙고 있었다

συνέθλιβεν*

(그는) 맞붙고 있었다

쌍수 συνεθλίβετον

(너희 둘은) 맞붙고 있었다

συνεθλιβέτην

(그 둘은) 맞붙고 있었다

복수 συνεθλίβομεν

(우리는) 맞붙고 있었다

συνεθλίβετε

(너희는) 맞붙고 있었다

συνέθλιβον

(그들은) 맞붙고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεθλιβόμην

(나는) 맞붙어지고 있었다

συνεθλίβου

(너는) 맞붙어지고 있었다

συνεθλίβετο

(그는) 맞붙어지고 있었다

쌍수 συνεθλίβεσθον

(너희 둘은) 맞붙어지고 있었다

συνεθλιβέσθην

(그 둘은) 맞붙어지고 있었다

복수 συνεθλιβόμεθα

(우리는) 맞붙어지고 있었다

συνεθλίβεσθε

(너희는) 맞붙어지고 있었다

συνεθλίβοντο

(그들은) 맞붙어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 맞붙다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION