Ancient Greek-English Dictionary Language

συνολολύζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνολολύζω συνολολύξω

Structure: συν (Prefix) + ὀλολύζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to raise a loud cry together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνολολύζω συνολολύζεις συνολολύζει
Dual συνολολύζετον συνολολύζετον
Plural συνολολύζομεν συνολολύζετε συνολολύζουσιν*
SubjunctiveSingular συνολολύζω συνολολύζῃς συνολολύζῃ
Dual συνολολύζητον συνολολύζητον
Plural συνολολύζωμεν συνολολύζητε συνολολύζωσιν*
OptativeSingular συνολολύζοιμι συνολολύζοις συνολολύζοι
Dual συνολολύζοιτον συνολολυζοίτην
Plural συνολολύζοιμεν συνολολύζοιτε συνολολύζοιεν
ImperativeSingular συνολόλυζε συνολολυζέτω
Dual συνολολύζετον συνολολυζέτων
Plural συνολολύζετε συνολολυζόντων, συνολολυζέτωσαν
Infinitive συνολολύζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνολολυζων συνολολυζοντος συνολολυζουσα συνολολυζουσης συνολολυζον συνολολυζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνολολύζομαι συνολολύζει, συνολολύζῃ συνολολύζεται
Dual συνολολύζεσθον συνολολύζεσθον
Plural συνολολυζόμεθα συνολολύζεσθε συνολολύζονται
SubjunctiveSingular συνολολύζωμαι συνολολύζῃ συνολολύζηται
Dual συνολολύζησθον συνολολύζησθον
Plural συνολολυζώμεθα συνολολύζησθε συνολολύζωνται
OptativeSingular συνολολυζοίμην συνολολύζοιο συνολολύζοιτο
Dual συνολολύζοισθον συνολολυζοίσθην
Plural συνολολυζοίμεθα συνολολύζοισθε συνολολύζοιντο
ImperativeSingular συνολολύζου συνολολυζέσθω
Dual συνολολύζεσθον συνολολυζέσθων
Plural συνολολύζεσθε συνολολυζέσθων, συνολολυζέσθωσαν
Infinitive συνολολύζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνολολυζομενος συνολολυζομενου συνολολυζομενη συνολολυζομενης συνολολυζομενον συνολολυζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνολολύξω συνολολύξεις συνολολύξει
Dual συνολολύξετον συνολολύξετον
Plural συνολολύξομεν συνολολύξετε συνολολύξουσιν*
OptativeSingular συνολολύξοιμι συνολολύξοις συνολολύξοι
Dual συνολολύξοιτον συνολολυξοίτην
Plural συνολολύξοιμεν συνολολύξοιτε συνολολύξοιεν
Infinitive συνολολύξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνολολυξων συνολολυξοντος συνολολυξουσα συνολολυξουσης συνολολυξον συνολολυξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνολολύξομαι συνολολύξει, συνολολύξῃ συνολολύξεται
Dual συνολολύξεσθον συνολολύξεσθον
Plural συνολολυξόμεθα συνολολύξεσθε συνολολύξονται
OptativeSingular συνολολυξοίμην συνολολύξοιο συνολολύξοιτο
Dual συνολολύξοισθον συνολολυξοίσθην
Plural συνολολυξοίμεθα συνολολύξοισθε συνολολύξοιντο
Infinitive συνολολύξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνολολυξομενος συνολολυξομενου συνολολυξομενη συνολολυξομενης συνολολυξομενον συνολολυξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to raise a loud cry together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION