Ancient Greek-English Dictionary Language

συμμετεωρίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συμμετεωρίζομαι

Structure: συμ (Prefix) + μετεωρίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to be raised together

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμμετεωρίζομαι συμμετεωρίζει, συμμετεωρίζῃ συμμετεωρίζεται
Dual συμμετεωρίζεσθον συμμετεωρίζεσθον
Plural συμμετεωριζόμεθα συμμετεωρίζεσθε συμμετεωρίζονται
SubjunctiveSingular συμμετεωρίζωμαι συμμετεωρίζῃ συμμετεωρίζηται
Dual συμμετεωρίζησθον συμμετεωρίζησθον
Plural συμμετεωριζώμεθα συμμετεωρίζησθε συμμετεωρίζωνται
OptativeSingular συμμετεωριζοίμην συμμετεωρίζοιο συμμετεωρίζοιτο
Dual συμμετεωρίζοισθον συμμετεωριζοίσθην
Plural συμμετεωριζοίμεθα συμμετεωρίζοισθε συμμετεωρίζοιντο
ImperativeSingular συμμετεωρίζου συμμετεωριζέσθω
Dual συμμετεωρίζεσθον συμμετεωριζέσθων
Plural συμμετεωρίζεσθε συμμετεωριζέσθων, συμμετεωριζέσθωσαν
Infinitive συμμετεωρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμμετεωριζομενος συμμετεωριζομενου συμμετεωριζομενη συμμετεωριζομενης συμμετεωριζομενον συμμετεωριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be raised together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION