헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνοικίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνοικίζω συνοικιῶ συνῴκικα

형태분석: συν (접두사) + οἰκίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 주다, 연회를 베풀다, 혼을 불어넣다, 벌이다
  2. 연합하다, 참여하다, 연합시키다
  1. to make to live with, to give, in marriage
  2. to combine in one city, unite under a capital or metropolis, been regularly formed
  3. to join in peopling or colonising
  4. to unite, associate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνοικίζω

(나는) 준다

συνοικίζεις

(너는) 준다

συνοικίζει

(그는) 준다

쌍수 συνοικίζετον

(너희 둘은) 준다

συνοικίζετον

(그 둘은) 준다

복수 συνοικίζομεν

(우리는) 준다

συνοικίζετε

(너희는) 준다

συνοικίζουσιν*

(그들은) 준다

접속법단수 συνοικίζω

(나는) 주자

συνοικίζῃς

(너는) 주자

συνοικίζῃ

(그는) 주자

쌍수 συνοικίζητον

(너희 둘은) 주자

συνοικίζητον

(그 둘은) 주자

복수 συνοικίζωμεν

(우리는) 주자

συνοικίζητε

(너희는) 주자

συνοικίζωσιν*

(그들은) 주자

기원법단수 συνοικίζοιμι

(나는) 주기를 (바라다)

συνοικίζοις

(너는) 주기를 (바라다)

συνοικίζοι

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 συνοικίζοιτον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

συνοικιζοίτην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 συνοικίζοιμεν

(우리는) 주기를 (바라다)

συνοικίζοιτε

(너희는) 주기를 (바라다)

συνοικίζοιεν

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 συνοίκιζε

(너는) 주어라

συνοικιζέτω

(그는) 주어라

쌍수 συνοικίζετον

(너희 둘은) 주어라

συνοικιζέτων

(그 둘은) 주어라

복수 συνοικίζετε

(너희는) 주어라

συνοικιζόντων, συνοικιζέτωσαν

(그들은) 주어라

부정사 συνοικίζειν

주는 것

분사 남성여성중성
συνοικιζων

συνοικιζοντος

συνοικιζουσα

συνοικιζουσης

συνοικιζον

συνοικιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνοικίζομαι

(나는) 주어진다

συνοικίζει, συνοικίζῃ

(너는) 주어진다

συνοικίζεται

(그는) 주어진다

쌍수 συνοικίζεσθον

(너희 둘은) 주어진다

συνοικίζεσθον

(그 둘은) 주어진다

복수 συνοικιζόμεθα

(우리는) 주어진다

συνοικίζεσθε

(너희는) 주어진다

συνοικίζονται

(그들은) 주어진다

접속법단수 συνοικίζωμαι

(나는) 주어지자

συνοικίζῃ

(너는) 주어지자

συνοικίζηται

(그는) 주어지자

쌍수 συνοικίζησθον

(너희 둘은) 주어지자

συνοικίζησθον

(그 둘은) 주어지자

복수 συνοικιζώμεθα

(우리는) 주어지자

συνοικίζησθε

(너희는) 주어지자

συνοικίζωνται

(그들은) 주어지자

기원법단수 συνοικιζοίμην

(나는) 주어지기를 (바라다)

συνοικίζοιο

(너는) 주어지기를 (바라다)

συνοικίζοιτο

(그는) 주어지기를 (바라다)

쌍수 συνοικίζοισθον

(너희 둘은) 주어지기를 (바라다)

συνοικιζοίσθην

(그 둘은) 주어지기를 (바라다)

복수 συνοικιζοίμεθα

(우리는) 주어지기를 (바라다)

συνοικίζοισθε

(너희는) 주어지기를 (바라다)

συνοικίζοιντο

(그들은) 주어지기를 (바라다)

명령법단수 συνοικίζου

(너는) 주어져라

συνοικιζέσθω

(그는) 주어져라

쌍수 συνοικίζεσθον

(너희 둘은) 주어져라

συνοικιζέσθων

(그 둘은) 주어져라

복수 συνοικίζεσθε

(너희는) 주어져라

συνοικιζέσθων, συνοικιζέσθωσαν

(그들은) 주어져라

부정사 συνοικίζεσθαι

주어지는 것

분사 남성여성중성
συνοικιζομενος

συνοικιζομενου

συνοικιζομενη

συνοικιζομενης

συνοικιζομενον

συνοικιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνοικίω

(나는) 주겠다

συνοικίεις

(너는) 주겠다

συνοικίει

(그는) 주겠다

쌍수 συνοικίειτον

(너희 둘은) 주겠다

συνοικίειτον

(그 둘은) 주겠다

복수 συνοικίουμεν

(우리는) 주겠다

συνοικίειτε

(너희는) 주겠다

συνοικίουσιν*

(그들은) 주겠다

기원법단수 συνοικίοιμι

(나는) 주겠기를 (바라다)

συνοικίοις

(너는) 주겠기를 (바라다)

συνοικίοι

(그는) 주겠기를 (바라다)

쌍수 συνοικίοιτον

(너희 둘은) 주겠기를 (바라다)

συνοικιοίτην

(그 둘은) 주겠기를 (바라다)

복수 συνοικίοιμεν

(우리는) 주겠기를 (바라다)

συνοικίοιτε

(너희는) 주겠기를 (바라다)

συνοικίοιεν

(그들은) 주겠기를 (바라다)

부정사 συνοικίειν

줄 것

분사 남성여성중성
συνοικιων

συνοικιουντος

συνοικιουσα

συνοικιουσης

συνοικιουν

συνοικιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνοικίουμαι

(나는) 주어지겠다

συνοικίει, συνοικίῃ

(너는) 주어지겠다

συνοικίειται

(그는) 주어지겠다

쌍수 συνοικίεισθον

(너희 둘은) 주어지겠다

συνοικίεισθον

(그 둘은) 주어지겠다

복수 συνοικιοῦμεθα

(우리는) 주어지겠다

συνοικίεισθε

(너희는) 주어지겠다

συνοικίουνται

(그들은) 주어지겠다

기원법단수 συνοικιοίμην

(나는) 주어지겠기를 (바라다)

συνοικίοιο

(너는) 주어지겠기를 (바라다)

συνοικίοιτο

(그는) 주어지겠기를 (바라다)

쌍수 συνοικίοισθον

(너희 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

συνοικιοίσθην

(그 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

복수 συνοικιοίμεθα

(우리는) 주어지겠기를 (바라다)

συνοικίοισθε

(너희는) 주어지겠기를 (바라다)

συνοικίοιντο

(그들은) 주어지겠기를 (바라다)

부정사 συνοικίεισθαι

주어질 것

분사 남성여성중성
συνοικιουμενος

συνοικιουμενου

συνοικιουμενη

συνοικιουμενης

συνοικιουμενον

συνοικιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνῴκιζον

(나는) 주고 있었다

συνῴκιζες

(너는) 주고 있었다

συνῴκιζεν*

(그는) 주고 있었다

쌍수 συνῳκίζετον

(너희 둘은) 주고 있었다

συνῳκιζέτην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 συνῳκίζομεν

(우리는) 주고 있었다

συνῳκίζετε

(너희는) 주고 있었다

συνῴκιζον

(그들은) 주고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνῳκιζόμην

(나는) 주어지고 있었다

συνῳκίζου

(너는) 주어지고 있었다

συνῳκίζετο

(그는) 주어지고 있었다

쌍수 συνῳκίζεσθον

(너희 둘은) 주어지고 있었다

συνῳκιζέσθην

(그 둘은) 주어지고 있었다

복수 συνῳκιζόμεθα

(우리는) 주어지고 있었다

συνῳκίζεσθε

(너희는) 주어지고 있었다

συνῳκίζοντο

(그들은) 주어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σύμπασ δὲ οὗτοσ ἀριθμὸσ γεωμετρικόσ, τοιούτου κύριοσ, ἀμεινόνων τε καὶ χειρόνων γενέσεων, ἃσ ὅταν ἀγνοήσαντεσ ὑμῖν οἱ φύλακεσ συνοικίζωσιν νύμφασ νυμφίοισ παρὰ καιρόν, οὐκ εὐφυεῖσ οὐδ’ εὐτυχεῖσ παῖδεσ ἔσονται· (Plato, Republic, book 8 48:2)

    (플라톤, Republic, book 8 48:2)

유의어

  1. 주다

  2. to join in peopling or colonising

  3. 연합하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION