헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδράω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδράω συνδράσω

형태분석: συν (접두사) + δρά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 같이하다, 함께하다, 더불다
  1. to do together, help in doing, to help in, joint

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδρῶ

(나는) 같이한다

συνδρᾷς

(너는) 같이한다

συνδρᾷ

(그는) 같이한다

쌍수 συνδρᾶτον

(너희 둘은) 같이한다

συνδρᾶτον

(그 둘은) 같이한다

복수 συνδρῶμεν

(우리는) 같이한다

συνδρᾶτε

(너희는) 같이한다

συνδρῶσιν*

(그들은) 같이한다

접속법단수 συνδρῶ

(나는) 같이하자

συνδρῇς

(너는) 같이하자

συνδρῇ

(그는) 같이하자

쌍수 συνδρῆτον

(너희 둘은) 같이하자

συνδρῆτον

(그 둘은) 같이하자

복수 συνδρῶμεν

(우리는) 같이하자

συνδρῆτε

(너희는) 같이하자

συνδρῶσιν*

(그들은) 같이하자

기원법단수 συνδρῷμι

(나는) 같이하기를 (바라다)

συνδρῷς

(너는) 같이하기를 (바라다)

συνδρῷ

(그는) 같이하기를 (바라다)

쌍수 συνδρῷτον

(너희 둘은) 같이하기를 (바라다)

συνδρῴτην

(그 둘은) 같이하기를 (바라다)

복수 συνδρῷμεν

(우리는) 같이하기를 (바라다)

συνδρῷτε

(너희는) 같이하기를 (바라다)

συνδρῷεν

(그들은) 같이하기를 (바라다)

명령법단수 συνδρᾶ

(너는) 같이해라

συνδρᾱ́τω

(그는) 같이해라

쌍수 συνδρᾶτον

(너희 둘은) 같이해라

συνδρᾱ́των

(그 둘은) 같이해라

복수 συνδρᾶτε

(너희는) 같이해라

συνδρώντων, συνδρᾱ́τωσαν

(그들은) 같이해라

부정사 συνδρᾶν

같이하는 것

분사 남성여성중성
συνδρων

συνδρωντος

συνδρωσα

συνδρωσης

συνδρων

συνδρωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδρῶμαι

συνδρᾷ

συνδρᾶται

쌍수 συνδρᾶσθον

συνδρᾶσθον

복수 συνδρώμεθα

συνδρᾶσθε

συνδρῶνται

접속법단수 συνδρῶμαι

συνδρῇ

συνδρῆται

쌍수 συνδρῆσθον

συνδρῆσθον

복수 συνδρώμεθα

συνδρῆσθε

συνδρῶνται

기원법단수 συνδρῴμην

συνδρῷο

συνδρῷτο

쌍수 συνδρῷσθον

συνδρῴσθην

복수 συνδρῴμεθα

συνδρῷσθε

συνδρῷντο

명령법단수 συνδρῶ

συνδρᾱ́σθω

쌍수 συνδρᾶσθον

συνδρᾱ́σθων

복수 συνδρᾶσθε

συνδρᾱ́σθων, συνδρᾱ́σθωσαν

부정사 συνδρᾶσθαι

분사 남성여성중성
συνδρωμενος

συνδρωμενου

συνδρωμενη

συνδρωμενης

συνδρωμενον

συνδρωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδράσω

(나는) 같이하겠다

συνδράσεις

(너는) 같이하겠다

συνδράσει

(그는) 같이하겠다

쌍수 συνδράσετον

(너희 둘은) 같이하겠다

συνδράσετον

(그 둘은) 같이하겠다

복수 συνδράσομεν

(우리는) 같이하겠다

συνδράσετε

(너희는) 같이하겠다

συνδράσουσιν*

(그들은) 같이하겠다

기원법단수 συνδράσοιμι

(나는) 같이하겠기를 (바라다)

συνδράσοις

(너는) 같이하겠기를 (바라다)

συνδράσοι

(그는) 같이하겠기를 (바라다)

쌍수 συνδράσοιτον

(너희 둘은) 같이하겠기를 (바라다)

συνδρασοίτην

(그 둘은) 같이하겠기를 (바라다)

복수 συνδράσοιμεν

(우리는) 같이하겠기를 (바라다)

συνδράσοιτε

(너희는) 같이하겠기를 (바라다)

συνδράσοιεν

(그들은) 같이하겠기를 (바라다)

부정사 συνδράσειν

같이할 것

분사 남성여성중성
συνδρασων

συνδρασοντος

συνδρασουσα

συνδρασουσης

συνδρασον

συνδρασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδράσομαι

συνδράσει, συνδράσῃ

συνδράσεται

쌍수 συνδράσεσθον

συνδράσεσθον

복수 συνδρασόμεθα

συνδράσεσθε

συνδράσονται

기원법단수 συνδρασοίμην

συνδράσοιο

συνδράσοιτο

쌍수 συνδράσοισθον

συνδρασοίσθην

복수 συνδρασοίμεθα

συνδράσοισθε

συνδράσοιντο

부정사 συνδράσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδρασομενος

συνδρασομενου

συνδρασομενη

συνδρασομενης

συνδρασομενον

συνδρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνε͂δρων

(나는) 같이하고 있었다

συνε͂δρᾱς

(너는) 같이하고 있었다

συνε͂δρᾱν*

(그는) 같이하고 있었다

쌍수 συνέδρᾱτον

(너희 둘은) 같이하고 있었다

συνεδρᾶτην

(그 둘은) 같이하고 있었다

복수 συνέδρωμεν

(우리는) 같이하고 있었다

συνέδρᾱτε

(너희는) 같이하고 있었다

συνε͂δρων

(그들은) 같이하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεδρῶμην

συνέδρω

συνέδρᾱτο

쌍수 συνέδρᾱσθον

συνεδρᾶσθην

복수 συνεδρῶμεθα

συνέδρᾱσθε

συνέδρωντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 같이하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION