- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμποιέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: sympoieō 고전 발음: [쉼뽀에오:] 신약 발음: [쉼쀠애오]

기본형: συμποιέω συμποιήσω

형태분석: συμποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to help in doing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμποίω

συμποίεις

συμποίει

쌍수 συμποίειτον

συμποίειτον

복수 συμποίουμεν

συμποίειτε

συμποίουσι(ν)

접속법단수 συμποίω

συμποίῃς

συμποίῃ

쌍수 συμποίητον

συμποίητον

복수 συμποίωμεν

συμποίητε

συμποίωσι(ν)

기원법단수 συμποίοιμι

συμποίοις

συμποίοι

쌍수 συμποίοιτον

συμποιοίτην

복수 συμποίοιμεν

συμποίοιτε

συμποίοιεν

명령법단수 συμποῖει

συμποιεῖτω

쌍수 συμποίειτον

συμποιεῖτων

복수 συμποίειτε

συμποιοῦντων, συμποιεῖτωσαν

부정사 συμποίειν

분사 남성여성중성
συμποιων

συμποιουντος

συμποιουσα

συμποιουσης

συμποιουν

συμποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμποίουμαι

συμποίει, συμποίῃ

συμποίειται

쌍수 συμποίεισθον

συμποίεισθον

복수 συμποιοῦμεθα

συμποίεισθε

συμποίουνται

접속법단수 συμποίωμαι

συμποίῃ

συμποίηται

쌍수 συμποίησθον

συμποίησθον

복수 συμποιώμεθα

συμποίησθε

συμποίωνται

기원법단수 συμποιοίμην

συμποίοιο

συμποίοιτο

쌍수 συμποίοισθον

συμποιοίσθην

복수 συμποιοίμεθα

συμποίοισθε

συμποίοιντο

명령법단수 συμποίου

συμποιεῖσθω

쌍수 συμποίεισθον

συμποιεῖσθων

복수 συμποίεισθε

συμποιεῖσθων, συμποιεῖσθωσαν

부정사 συμποίεισθαι

분사 남성여성중성
συμποιουμενος

συμποιουμενου

συμποιουμενη

συμποιουμενης

συμποιουμενον

συμποιουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλοῦ γε καὶ δέω σοὶ δὲ μυρία συνειδὼς ἰάμβων ἄξια βεβιωμένα, πρὸς ἅ μοι δοκεῖ οὐδ ἂν ὁ Ἀρχίλοχος αὐτὸς διαρκέσαι, προσπαρακαλέσας καὶ τὸν Σιμωνίδην καὶ τὸν Ἱππώνακτα συμποιεῖν μετ αὐτοῦ κἂν ἕν τι τῶν προσόντων σοι κακῶν, οὕτω σύ γε παῖδας ἀπέφηνας ἐν πάσῃ βδελυρίᾳ τὸν Ὀροδοκίδην καὶ τὸν Λυκάμβην καὶ τὸν Βούπαλον, τοὺς ἐκείνων ἰάμβους. (Lucian, Pseudologista, (no name) 2:2)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 2:2)

  • ὅταν σατύρους τοίνυν ποιῇς, καλεῖν ἐμέ, ἵνα συμποιῶ σοὔπισθεν ἐστυκὼς ἐγώ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics 1:4)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics 1:4)

  • αἰσθόμενος δ Εὐφίλητος ὡς ἔχοιμι, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὅτι πέπεισμαι ταῦτα συμποιεῖν καὶ ὡμολόγηκα αὐτῷ μεθέξειν τοῦ ἔργου καὶ περικόψεῖν τὸν Ἑρμῆν τὸν παρὰ τὸ Φορβαντεῖον. (Andocides, Speeches, 105:1)

    (안도키데스, 연설, 105:1)

  • σοὶ δὲ μυρία συνειδὼς ἰάμβων ἄξια βεβιωμένα, πρὸς ἅ μοι δοκεῖ οὐδ ὁ Ἀρχίλοχος αὐτὸς διαρκέσαι προσκαλέσας καὶ τὸν Σημωνίδην καὶ τὸν Ἱππώνακτα συμποιεῖν μετ αὐτοῦ κἂν ἕν τι τῶν προσόντων σοι κακῶν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , section18)

    (작자 미상, 비가, , section18)

  • ἐδόκει δὲ συμποιεῖν Εὐριπίδῃ: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 1:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 1:2)

유의어

  1. to help in doing

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION