헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδοκέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδοκέω συνδοκήσω

형태분석: συν (접두사) + δοκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 일치하다, 합의하다, 동의하다, 맞다, 조화를 이루다
  1. to seem good also, were we agreed
  2. since, agree, since, approved
  3. in which, also agree

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδόκω

συνδόκεις

συνδόκει

쌍수 συνδόκειτον

συνδόκειτον

복수 συνδόκουμεν

συνδόκειτε

συνδόκουσιν*

접속법단수 συνδόκω

συνδόκῃς

συνδόκῃ

쌍수 συνδόκητον

συνδόκητον

복수 συνδόκωμεν

συνδόκητε

συνδόκωσιν*

기원법단수 συνδόκοιμι

συνδόκοις

συνδόκοι

쌍수 συνδόκοιτον

συνδοκοίτην

복수 συνδόκοιμεν

συνδόκοιτε

συνδόκοιεν

명령법단수 συνδο͂κει

συνδοκεῖτω

쌍수 συνδόκειτον

συνδοκεῖτων

복수 συνδόκειτε

συνδοκοῦντων, συνδοκεῖτωσαν

부정사 συνδόκειν

분사 남성여성중성
συνδοκων

συνδοκουντος

συνδοκουσα

συνδοκουσης

συνδοκουν

συνδοκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδόκουμαι

συνδόκει, συνδόκῃ

συνδόκειται

쌍수 συνδόκεισθον

συνδόκεισθον

복수 συνδοκοῦμεθα

συνδόκεισθε

συνδόκουνται

접속법단수 συνδόκωμαι

συνδόκῃ

συνδόκηται

쌍수 συνδόκησθον

συνδόκησθον

복수 συνδοκώμεθα

συνδόκησθε

συνδόκωνται

기원법단수 συνδοκοίμην

συνδόκοιο

συνδόκοιτο

쌍수 συνδόκοισθον

συνδοκοίσθην

복수 συνδοκοίμεθα

συνδόκοισθε

συνδόκοιντο

명령법단수 συνδόκου

συνδοκεῖσθω

쌍수 συνδόκεισθον

συνδοκεῖσθων

복수 συνδόκεισθε

συνδοκεῖσθων, συνδοκεῖσθωσαν

부정사 συνδόκεισθαι

분사 남성여성중성
συνδοκουμενος

συνδοκουμενου

συνδοκουμενη

συνδοκουμενης

συνδοκουμενον

συνδοκουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδοκήσω

συνδοκήσεις

συνδοκήσει

쌍수 συνδοκήσετον

συνδοκήσετον

복수 συνδοκήσομεν

συνδοκήσετε

συνδοκήσουσιν*

기원법단수 συνδοκήσοιμι

συνδοκήσοις

συνδοκήσοι

쌍수 συνδοκήσοιτον

συνδοκησοίτην

복수 συνδοκήσοιμεν

συνδοκήσοιτε

συνδοκήσοιεν

부정사 συνδοκήσειν

분사 남성여성중성
συνδοκησων

συνδοκησοντος

συνδοκησουσα

συνδοκησουσης

συνδοκησον

συνδοκησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδοκήσομαι

συνδοκήσει, συνδοκήσῃ

συνδοκήσεται

쌍수 συνδοκήσεσθον

συνδοκήσεσθον

복수 συνδοκησόμεθα

συνδοκήσεσθε

συνδοκήσονται

기원법단수 συνδοκησοίμην

συνδοκήσοιο

συνδοκήσοιτο

쌍수 συνδοκήσοισθον

συνδοκησοίσθην

복수 συνδοκησοίμεθα

συνδοκήσοισθε

συνδοκήσοιντο

부정사 συνδοκήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδοκησομενος

συνδοκησομενου

συνδοκησομενη

συνδοκησομενης

συνδοκησομενον

συνδοκησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 일치하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION