헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαπολεμέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαπολεμέω συνδιαπολεμήσω

형태분석: συν (접두사) + δια (접두사) + πολεμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to carry on a war along with, which remained with, throughout the war

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπολεμῶ

συνδιαπολεμεῖς

συνδιαπολεμεῖ

쌍수 συνδιαπολεμεῖτον

συνδιαπολεμεῖτον

복수 συνδιαπολεμοῦμεν

συνδιαπολεμεῖτε

συνδιαπολεμοῦσιν*

접속법단수 συνδιαπολεμῶ

συνδιαπολεμῇς

συνδιαπολεμῇ

쌍수 συνδιαπολεμῆτον

συνδιαπολεμῆτον

복수 συνδιαπολεμῶμεν

συνδιαπολεμῆτε

συνδιαπολεμῶσιν*

기원법단수 συνδιαπολεμοῖμι

συνδιαπολεμοῖς

συνδιαπολεμοῖ

쌍수 συνδιαπολεμοῖτον

συνδιαπολεμοίτην

복수 συνδιαπολεμοῖμεν

συνδιαπολεμοῖτε

συνδιαπολεμοῖεν

명령법단수 συνδιαπολέμει

συνδιαπολεμείτω

쌍수 συνδιαπολεμεῖτον

συνδιαπολεμείτων

복수 συνδιαπολεμεῖτε

συνδιαπολεμούντων, συνδιαπολεμείτωσαν

부정사 συνδιαπολεμεῖν

분사 남성여성중성
συνδιαπολεμων

συνδιαπολεμουντος

συνδιαπολεμουσα

συνδιαπολεμουσης

συνδιαπολεμουν

συνδιαπολεμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπολεμοῦμαι

συνδιαπολεμεῖ, συνδιαπολεμῇ

συνδιαπολεμεῖται

쌍수 συνδιαπολεμεῖσθον

συνδιαπολεμεῖσθον

복수 συνδιαπολεμούμεθα

συνδιαπολεμεῖσθε

συνδιαπολεμοῦνται

접속법단수 συνδιαπολεμῶμαι

συνδιαπολεμῇ

συνδιαπολεμῆται

쌍수 συνδιαπολεμῆσθον

συνδιαπολεμῆσθον

복수 συνδιαπολεμώμεθα

συνδιαπολεμῆσθε

συνδιαπολεμῶνται

기원법단수 συνδιαπολεμοίμην

συνδιαπολεμοῖο

συνδιαπολεμοῖτο

쌍수 συνδιαπολεμοῖσθον

συνδιαπολεμοίσθην

복수 συνδιαπολεμοίμεθα

συνδιαπολεμοῖσθε

συνδιαπολεμοῖντο

명령법단수 συνδιαπολεμοῦ

συνδιαπολεμείσθω

쌍수 συνδιαπολεμεῖσθον

συνδιαπολεμείσθων

복수 συνδιαπολεμεῖσθε

συνδιαπολεμείσθων, συνδιαπολεμείσθωσαν

부정사 συνδιαπολεμεῖσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαπολεμουμενος

συνδιαπολεμουμενου

συνδιαπολεμουμενη

συνδιαπολεμουμενης

συνδιαπολεμουμενον

συνδιαπολεμουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπολεμή́σω

συνδιαπολεμή́σεις

συνδιαπολεμή́σει

쌍수 συνδιαπολεμή́σετον

συνδιαπολεμή́σετον

복수 συνδιαπολεμή́σομεν

συνδιαπολεμή́σετε

συνδιαπολεμή́σουσιν*

기원법단수 συνδιαπολεμή́σοιμι

συνδιαπολεμή́σοις

συνδιαπολεμή́σοι

쌍수 συνδιαπολεμή́σοιτον

συνδιαπολεμή́σοιτην

복수 συνδιαπολεμή́σοιμεν

συνδιαπολεμή́σοιτε

συνδιαπολεμή́σοιεν

부정사 συνδιαπολεμή́σειν

분사 남성여성중성
συνδιαπολεμήσων

συνδιαπολεμήσοντος

συνδιαπολεμήσουσα

συνδιαπολεμήσουσης

συνδιαπολεμήσον

συνδιαπολεμήσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπολεμή́σομαι

συνδιαπολεμή́σει, συνδιαπολεμή́σῃ

συνδιαπολεμή́σεται

쌍수 συνδιαπολεμή́σεσθον

συνδιαπολεμή́σεσθον

복수 συνδιαπολεμή́σομεθα

συνδιαπολεμή́σεσθε

συνδιαπολεμή́σονται

기원법단수 συνδιαπολεμή́σοιμην

συνδιαπολεμή́σοιο

συνδιαπολεμή́σοιτο

쌍수 συνδιαπολεμή́σοισθον

συνδιαπολεμή́σοισθην

복수 συνδιαπολεμή́σοιμεθα

συνδιαπολεμή́σοισθε

συνδιαπολεμή́σοιντο

부정사 συνδιαπολεμή́σεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαπολεμήσομενος

συνδιαπολεμήσομενου

συνδιαπολεμήσομενη

συνδιαπολεμήσομενης

συνδιαπολεμήσομενον

συνδιαπολεμήσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION