헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναναγράφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναναγράφω συναναγράψω

형태분석: συν (접두사) + ἀνα (접두사) + γράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to register or record together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγράφω

συναναγράφεις

συναναγράφει

쌍수 συναναγράφετον

συναναγράφετον

복수 συναναγράφομεν

συναναγράφετε

συναναγράφουσιν*

접속법단수 συναναγράφω

συναναγράφῃς

συναναγράφῃ

쌍수 συναναγράφητον

συναναγράφητον

복수 συναναγράφωμεν

συναναγράφητε

συναναγράφωσιν*

기원법단수 συναναγράφοιμι

συναναγράφοις

συναναγράφοι

쌍수 συναναγράφοιτον

συναναγραφοίτην

복수 συναναγράφοιμεν

συναναγράφοιτε

συναναγράφοιεν

명령법단수 συναναγράφε

συναναγραφέτω

쌍수 συναναγράφετον

συναναγραφέτων

복수 συναναγράφετε

συναναγραφόντων, συναναγραφέτωσαν

부정사 συναναγράφειν

분사 남성여성중성
συναναγραφων

συναναγραφοντος

συναναγραφουσα

συναναγραφουσης

συναναγραφον

συναναγραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγράφομαι

συναναγράφει, συναναγράφῃ

συναναγράφεται

쌍수 συναναγράφεσθον

συναναγράφεσθον

복수 συναναγραφόμεθα

συναναγράφεσθε

συναναγράφονται

접속법단수 συναναγράφωμαι

συναναγράφῃ

συναναγράφηται

쌍수 συναναγράφησθον

συναναγράφησθον

복수 συναναγραφώμεθα

συναναγράφησθε

συναναγράφωνται

기원법단수 συναναγραφοίμην

συναναγράφοιο

συναναγράφοιτο

쌍수 συναναγράφοισθον

συναναγραφοίσθην

복수 συναναγραφοίμεθα

συναναγράφοισθε

συναναγράφοιντο

명령법단수 συναναγράφου

συναναγραφέσθω

쌍수 συναναγράφεσθον

συναναγραφέσθων

복수 συναναγράφεσθε

συναναγραφέσθων, συναναγραφέσθωσαν

부정사 συναναγράφεσθαι

분사 남성여성중성
συναναγραφομενος

συναναγραφομενου

συναναγραφομενη

συναναγραφομενης

συναναγραφομενον

συναναγραφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγράψω

συναναγράψεις

συναναγράψει

쌍수 συναναγράψετον

συναναγράψετον

복수 συναναγράψομεν

συναναγράψετε

συναναγράψουσιν*

기원법단수 συναναγράψοιμι

συναναγράψοις

συναναγράψοι

쌍수 συναναγράψοιτον

συναναγραψοίτην

복수 συναναγράψοιμεν

συναναγράψοιτε

συναναγράψοιεν

부정사 συναναγράψειν

분사 남성여성중성
συναναγραψων

συναναγραψοντος

συναναγραψουσα

συναναγραψουσης

συναναγραψον

συναναγραψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγράψομαι

συναναγράψει, συναναγράψῃ

συναναγράψεται

쌍수 συναναγράψεσθον

συναναγράψεσθον

복수 συναναγραψόμεθα

συναναγράψεσθε

συναναγράψονται

기원법단수 συναναγραψοίμην

συναναγράψοιο

συναναγράψοιτο

쌍수 συναναγράψοισθον

συναναγραψοίσθην

복수 συναναγραψοίμεθα

συναναγράψοισθε

συναναγράψοιντο

부정사 συναναγράψεσθαι

분사 남성여성중성
συναναγραψομενος

συναναγραψομενου

συναναγραψομενη

συναναγραψομενης

συναναγραψομενον

συναναγραψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to register or record together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION