συναλείφω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συναλείφω
συναλείψω
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἀλείφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐνταῦθα πάλιν ἡ τῶν ἀφώνων τε καὶ ἡμιφώνων γραμμάτων δύναμισ αἰτία, ὁπότ’ ἂν τὰ λήγοντα τῶν ἡγουμένων μορίων ᾖ γράμματα τοῖσ ἡγουμένοισ μηδὲν τῶν ἐπιφερομένων μήτε συναλείφεσθαι μήτε συγχεῖσθαι φύσιν ἔχῃ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 38 2:5)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 38 2:5)
- καὶ κατ’ ἄλλουσ δύο τόπουσ ἢ τρεῖσ τὰ ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα παραπίπτοντα ἀλλήλοισ τὰ φύσιν οὐκ ἔχοντα συναλείφεσθαι ἔν τε τῷ τὸν Φίλιππον καὶ ἐν τῷ ταύτῃ φοβερὸν προσπολεμῆσαι ταράττει τοὺσ ἤχουσ μετρίωσ καὶ οὐκ ἐᾷ φαίνεσθαι μαλακούσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 43 2:3)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 43 2:3)
- ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ περιόδῳ τραχύνεται μὲν ἡ σύνθεσισ ἐν τῷ μεγάλη γὰρ ῥοπή, διὰ τὸ μὴ συναλείφεσθαι τὰ δύο ρ ρ καὶ ἐν τῷ ἀνθρώπων πράγματα διὰ τὸ μὴ συλλεαίνεσθαι τὸ ν τῷ ἑξῆσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 43 2:4)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 43 2:4)
유의어
-
to smear or gloss over
파생어
- ἀλείφω (기름을 바르다, 도포하다, 기름을 부어 신성하게 하다)
- ἀπαλείφω (닦아내다, 닦다, 훔쳐내다)
- ἐναλείφω (to anoint with, to anoint oneself)
- ἐξαλείφω (때리다, 두드리다, 치다)
- ἐπαλείφω (to smear over, plaster up)
- παραλείφω (to bedaub as with ointment)
- περιαλείφω (기름을 바르다, 도포하다, 기름을 부어 신성하게 하다)
- προσαλείφω (to rub or smear upon)
- συνεξαλείφω (to abolish together)
- ὑπαλείφω (기름을 바르다, 도포하다, 기름을 부어 신성하게 하다)