헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναγανακτέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναγανακτέω

형태분석: συν (접두사) + ἀγανακτέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be vexed along with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναγανάκτω

συναγανάκτεις

συναγανάκτει

쌍수 συναγανάκτειτον

συναγανάκτειτον

복수 συναγανάκτουμεν

συναγανάκτειτε

συναγανάκτουσιν*

접속법단수 συναγανάκτω

συναγανάκτῃς

συναγανάκτῃ

쌍수 συναγανάκτητον

συναγανάκτητον

복수 συναγανάκτωμεν

συναγανάκτητε

συναγανάκτωσιν*

기원법단수 συναγανάκτοιμι

συναγανάκτοις

συναγανάκτοι

쌍수 συναγανάκτοιτον

συναγανακτοίτην

복수 συναγανάκτοιμεν

συναγανάκτοιτε

συναγανάκτοιεν

명령법단수 συναγανᾶκτει

συναγανακτεῖτω

쌍수 συναγανάκτειτον

συναγανακτεῖτων

복수 συναγανάκτειτε

συναγανακτοῦντων, συναγανακτεῖτωσαν

부정사 συναγανάκτειν

분사 남성여성중성
συναγανακτων

συναγανακτουντος

συναγανακτουσα

συναγανακτουσης

συναγανακτουν

συναγανακτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναγανάκτουμαι

συναγανάκτει, συναγανάκτῃ

συναγανάκτειται

쌍수 συναγανάκτεισθον

συναγανάκτεισθον

복수 συναγανακτοῦμεθα

συναγανάκτεισθε

συναγανάκτουνται

접속법단수 συναγανάκτωμαι

συναγανάκτῃ

συναγανάκτηται

쌍수 συναγανάκτησθον

συναγανάκτησθον

복수 συναγανακτώμεθα

συναγανάκτησθε

συναγανάκτωνται

기원법단수 συναγανακτοίμην

συναγανάκτοιο

συναγανάκτοιτο

쌍수 συναγανάκτοισθον

συναγανακτοίσθην

복수 συναγανακτοίμεθα

συναγανάκτοισθε

συναγανάκτοιντο

명령법단수 συναγανάκτου

συναγανακτεῖσθω

쌍수 συναγανάκτεισθον

συναγανακτεῖσθων

복수 συναγανάκτεισθε

συναγανακτεῖσθων, συναγανακτεῖσθωσαν

부정사 συναγανάκτεισθαι

분사 남성여성중성
συναγανακτουμενος

συναγανακτουμενου

συναγανακτουμενη

συναγανακτουμενης

συναγανακτουμενον

συναγανακτουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be vexed along with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION