헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπυρόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπυρόω

형태분석: συμ (접두사) + πυρό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to burn up with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπύρω

συμπύροις

συμπύροι

쌍수 συμπύρουτον

συμπύρουτον

복수 συμπύρουμεν

συμπύρουτε

συμπύρουσιν*

접속법단수 συμπύρω

συμπύροις

συμπύροι

쌍수 συμπύρωτον

συμπύρωτον

복수 συμπύρωμεν

συμπύρωτε

συμπύρωσιν*

기원법단수 συμπύροιμι

συμπύροις

συμπύροι

쌍수 συμπύροιτον

συμπυροίτην

복수 συμπύροιμεν

συμπύροιτε

συμπύροιεν

명령법단수 συμπῦρου

συμπυροῦτω

쌍수 συμπύρουτον

συμπυροῦτων

복수 συμπύρουτε

συμπυροῦντων, συμπυροῦτωσαν

부정사 συμπύρουν

분사 남성여성중성
συμπυρων

συμπυρουντος

συμπυρουσα

συμπυρουσης

συμπυρουν

συμπυρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπύρουμαι

συμπύροι

συμπύρουται

쌍수 συμπύρουσθον

συμπύρουσθον

복수 συμπυροῦμεθα

συμπύρουσθε

συμπύρουνται

접속법단수 συμπύρωμαι

συμπύροι

συμπύρωται

쌍수 συμπύρωσθον

συμπύρωσθον

복수 συμπυρώμεθα

συμπύρωσθε

συμπύρωνται

기원법단수 συμπυροίμην

συμπύροιο

συμπύροιτο

쌍수 συμπύροισθον

συμπυροίσθην

복수 συμπυροίμεθα

συμπύροισθε

συμπύροιντο

명령법단수 συμπύρου

συμπυροῦσθω

쌍수 συμπύρουσθον

συμπυροῦσθων

복수 συμπύρουσθε

συμπυροῦσθων, συμπυροῦσθωσαν

부정사 συμπύρουσθαι

분사 남성여성중성
συμπυρουμενος

συμπυρουμενου

συμπυρουμενη

συμπυρουμενης

συμπυρουμενον

συμπυρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπυρώσω

συμπυρώσεις

συμπυρώσει

쌍수 συμπυρώσετον

συμπυρώσετον

복수 συμπυρώσομεν

συμπυρώσετε

συμπυρώσουσιν*

기원법단수 συμπυρώσοιμι

συμπυρώσοις

συμπυρώσοι

쌍수 συμπυρώσοιτον

συμπυρωσοίτην

복수 συμπυρώσοιμεν

συμπυρώσοιτε

συμπυρώσοιεν

부정사 συμπυρώσειν

분사 남성여성중성
συμπυρωσων

συμπυρωσοντος

συμπυρωσουσα

συμπυρωσουσης

συμπυρωσον

συμπυρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπυρώσομαι

συμπυρώσει, συμπυρώσῃ

συμπυρώσεται

쌍수 συμπυρώσεσθον

συμπυρώσεσθον

복수 συμπυρωσόμεθα

συμπυρώσεσθε

συμπυρώσονται

기원법단수 συμπυρωσοίμην

συμπυρώσοιο

συμπυρώσοιτο

쌍수 συμπυρώσοισθον

συμπυρωσοίσθην

복수 συμπυρωσοίμεθα

συμπυρώσοισθε

συμπυρώσοιντο

부정사 συμπυρώσεσθαι

분사 남성여성중성
συμπυρωσομενος

συμπυρωσομενου

συμπυρωσομενη

συμπυρωσομενης

συμπυρωσομενον

συμπυρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to burn up with or together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION