Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπνέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπνέω συμπνεύσομαι

Structure: συμ (Prefix) + πνέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to breathe together with, to go along with, to yield or bow
  2. to agree together, conspire

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπνῶ συμπνεῖς συμπνεῖ
Dual συμπνεῖτον συμπνεῖτον
Plural συμπνοῦμεν συμπνεῖτε συμπνοῦσιν*
SubjunctiveSingular συμπνῶ συμπνῇς συμπνῇ
Dual συμπνῆτον συμπνῆτον
Plural συμπνῶμεν συμπνῆτε συμπνῶσιν*
OptativeSingular συμπνοῖμι συμπνοῖς συμπνοῖ
Dual συμπνοῖτον συμπνοίτην
Plural συμπνοῖμεν συμπνοῖτε συμπνοῖεν
ImperativeSingular συμπνεῖ συμπνείτω
Dual συμπνεῖτον συμπνείτων
Plural συμπνεῖτε συμπνούντων, συμπνείτωσαν
Infinitive συμπνεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπνων συμπνουντος συμπνουσα συμπνουσης συμπνουν συμπνουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπνοῦμαι συμπνεῖ, συμπνῇ συμπνεῖται
Dual συμπνεῖσθον συμπνεῖσθον
Plural συμπνούμεθα συμπνεῖσθε συμπνοῦνται
SubjunctiveSingular συμπνῶμαι συμπνῇ συμπνῆται
Dual συμπνῆσθον συμπνῆσθον
Plural συμπνώμεθα συμπνῆσθε συμπνῶνται
OptativeSingular συμπνοίμην συμπνοῖο συμπνοῖτο
Dual συμπνοῖσθον συμπνοίσθην
Plural συμπνοίμεθα συμπνοῖσθε συμπνοῖντο
ImperativeSingular συμπνοῦ συμπνείσθω
Dual συμπνεῖσθον συμπνείσθων
Plural συμπνεῖσθε συμπνείσθων, συμπνείσθωσαν
Infinitive συμπνεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπνουμενος συμπνουμενου συμπνουμενη συμπνουμενης συμπνουμενον συμπνουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • δεύτερον δὲ τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὑτῷ ὄντα· (Plutarch, De fato, section 11 3:2)
  • Ἱπποκράτησ μὲν γὰρ τὴν προτέραν Ῥηθεῖσαν ἐτράπετο, καθ’ ἣν ἥνωται μὲν ἡ οὐσία καὶ ἀλλοιοῦται καὶ σύμπνουν ὅλον ἐστὶ καὶ σύρρουν τὸ σῶμα καὶ ἡ φύσισ ἅπαντα τεχνικῶσ καὶ δικαίωσ πράττει δυνάμεισ ἔχουσα, καθ’ ἃσ ἕκαστον τῶν μορίων ἕλκει μὲν ἐφ’ ἑαυτὸ τὸν οἰκεῖον ἑαυτῷ χυμόν, ἕλξαν δὲ προσφύει τε παντὶ μέρει τῶν ἐν αὑτῷ καὶ τελέωσ ἐξομοιοῖ, τὸ δὲ μὴ κρατηθὲν ἐν τούτῳ μηδὲ τὴν παντελῆ δυνηθὲν ἀλλοίωσίν τε καὶ ὁμοιότητα τοῦ τρεφομένου καταδέξασθαι δι’ ἑτέρασ αὖ τινοσ ἐκκριτικῆσ δυνάμεωσ ἀποτρίβεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1216)

Synonyms

  1. to agree together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION