Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπείθω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπείθω συμπείσω

Structure: συμ (Prefix) + πείθ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join or assist in persuading, to help in persuading, to allow oneself to be persuaded at the same time

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπείθω συμπείθεις συμπείθει
Dual συμπείθετον συμπείθετον
Plural συμπείθομεν συμπείθετε συμπείθουσιν*
SubjunctiveSingular συμπείθω συμπείθῃς συμπείθῃ
Dual συμπείθητον συμπείθητον
Plural συμπείθωμεν συμπείθητε συμπείθωσιν*
OptativeSingular συμπείθοιμι συμπείθοις συμπείθοι
Dual συμπείθοιτον συμπειθοίτην
Plural συμπείθοιμεν συμπείθοιτε συμπείθοιεν
ImperativeSingular συμπείθε συμπειθέτω
Dual συμπείθετον συμπειθέτων
Plural συμπείθετε συμπειθόντων, συμπειθέτωσαν
Infinitive συμπείθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπειθων συμπειθοντος συμπειθουσα συμπειθουσης συμπειθον συμπειθοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπείθομαι συμπείθει, συμπείθῃ συμπείθεται
Dual συμπείθεσθον συμπείθεσθον
Plural συμπειθόμεθα συμπείθεσθε συμπείθονται
SubjunctiveSingular συμπείθωμαι συμπείθῃ συμπείθηται
Dual συμπείθησθον συμπείθησθον
Plural συμπειθώμεθα συμπείθησθε συμπείθωνται
OptativeSingular συμπειθοίμην συμπείθοιο συμπείθοιτο
Dual συμπείθοισθον συμπειθοίσθην
Plural συμπειθοίμεθα συμπείθοισθε συμπείθοιντο
ImperativeSingular συμπείθου συμπειθέσθω
Dual συμπείθεσθον συμπειθέσθων
Plural συμπείθεσθε συμπειθέσθων, συμπειθέσθωσαν
Infinitive συμπείθεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπειθομενος συμπειθομενου συμπειθομενη συμπειθομενης συμπειθομενον συμπειθομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὃσ τὸν ταπεινὸν μέγα φρονεῖν ποιεῖσ μόνοσ, τὸν τὰσ ὀφρῦσ αἴροντα συμπείθεισ γελᾶν τὸν τ’ ἀσθενῆ τολμᾶν τι, τὸν δειλὸν θρασύν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 2 1:1)

Synonyms

  1. to join or assist in persuading

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION