- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συκοφορέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: sykophoreō 고전 발음: [쉬꼬포레오:] 신약 발음: [쉬꼬포래오]

기본형: συκοφορέω συκοφορήσω

형태분석: συκοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from συ_κοφόρος

  1. to carry figs

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συκοφόρω

συκοφόρεις

συκοφόρει

쌍수 συκοφόρειτον

συκοφόρειτον

복수 συκοφόρουμεν

συκοφόρειτε

συκοφόρουσι(ν)

접속법단수 συκοφόρω

συκοφόρῃς

συκοφόρῃ

쌍수 συκοφόρητον

συκοφόρητον

복수 συκοφόρωμεν

συκοφόρητε

συκοφόρωσι(ν)

기원법단수 συκοφόροιμι

συκοφόροις

συκοφόροι

쌍수 συκοφόροιτον

συκοφοροίτην

복수 συκοφόροιμεν

συκοφόροιτε

συκοφόροιεν

명령법단수 συκοφο῀ρει

συκοφορεῖτω

쌍수 συκοφόρειτον

συκοφορεῖτων

복수 συκοφόρειτε

συκοφοροῦντων, συκοφορεῖτωσαν

부정사 συκοφόρειν

분사 남성여성중성
συκοφορων

συκοφορουντος

συκοφορουσα

συκοφορουσης

συκοφορουν

συκοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συκοφόρουμαι

συκοφόρει, συκοφόρῃ

συκοφόρειται

쌍수 συκοφόρεισθον

συκοφόρεισθον

복수 συκοφοροῦμεθα

συκοφόρεισθε

συκοφόρουνται

접속법단수 συκοφόρωμαι

συκοφόρῃ

συκοφόρηται

쌍수 συκοφόρησθον

συκοφόρησθον

복수 συκοφορώμεθα

συκοφόρησθε

συκοφόρωνται

기원법단수 συκοφοροίμην

συκοφόροιο

συκοφόροιτο

쌍수 συκοφόροισθον

συκοφοροίσθην

복수 συκοφοροίμεθα

συκοφόροισθε

συκοφόροιντο

명령법단수 συκοφόρου

συκοφορεῖσθω

쌍수 συκοφόρεισθον

συκοφορεῖσθων

복수 συκοφόρεισθε

συκοφορεῖσθων, συκοφορεῖσθωσαν

부정사 συκοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
συκοφορουμενος

συκοφορουμενου

συκοφορουμενη

συκοφορουμενης

συκοφορουμενον

συκοφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συκοφορήσω

συκοφορήσεις

συκοφορήσει

쌍수 συκοφορήσετον

συκοφορήσετον

복수 συκοφορήσομεν

συκοφορήσετε

συκοφορήσουσι(ν)

기원법단수 συκοφορήσοιμι

συκοφορήσοις

συκοφορήσοι

쌍수 συκοφορήσοιτον

συκοφορησοίτην

복수 συκοφορήσοιμεν

συκοφορήσοιτε

συκοφορήσοιεν

부정사 συκοφορήσειν

분사 남성여성중성
συκοφορησων

συκοφορησοντος

συκοφορησουσα

συκοφορησουσης

συκοφορησον

συκοφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συκοφορήσομαι

συκοφορήσει, συκοφορήσῃ

συκοφορήσεται

쌍수 συκοφορήσεσθον

συκοφορήσεσθον

복수 συκοφορησόμεθα

συκοφορήσεσθε

συκοφορήσονται

기원법단수 συκοφορησοίμην

συκοφορήσοιο

συκοφορήσοιτο

쌍수 συκοφορήσοισθον

συκοφορησοίσθην

복수 συκοφορησοίμεθα

συκοφορήσοισθε

συκοφορήσοιντο

부정사 συκοφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
συκοφορησομενος

συκοφορησομενου

συκοφορησομενη

συκοφορησομενης

συκοφορησομενον

συκοφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν φιλοπωριστὴν Δημόκριτον ἤν που ἐφεύρῃς, ὤνθρωπ, ἄγγειλον τοῦτο τὸ κοῦφον ἔπος, ὡς ἡ λευκοόπωρος ἐγὼ καὶ ἐφώριος ἤδη κείνῳ συκοφορῶ τὰς ἀπύρους ἀκόλους: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5631)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5631)

유의어

  1. to carry figs

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION