συγκρύπτω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
συγκρύπτω
συγκρύψω
Structure:
συγ
(Prefix)
+
κρύπτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cover up or completely, to conceal utterly
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ δὲ Μακκαβαῖοσ αὐστηρότερον διεξάγοντα συνιδὼν τὸν Νικάνορα πρὸσ αὐτὸν καὶ τὴν εἰθισμένην ἀπάντησιν ἀγροικότερον ἐσχηκότα, νοήσασ οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι, συστρέψασ οὐκ ὀλίγουσ τῶν περὶ ἑαυτόν, συνεκρύπτετο τὸν Νικάνορα. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:30)
- ἢν δ’ αὖ τοὺσ πολλοὺσ ὀλίγουσ βούλῃ δοκεῖν εἶναι, ἢν μέν σοι χωρία ὑπάρχῃ οἱᾶ συγκρύπτειν, δῆλον ὅτι τοὺσ μὲν ἐν τῷ φανερῷ ἔχων, τοὺσ δ’ εἰσ τὸ ἄδηλον ἀποκρύπτων κλέπτοισ ἂν τοὺσ ἱππέασ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 9:1)
- ἐὰν δ’ ἄρα ὑπακούσῃ μέν, τράπηται δὲ ἐπὶ τὸ ἀναιδέστατον, ἐπὶ τὸ ἐξόμνυσθαι τὰσ ἀληθείασ, ὡσ Τιμάρχῳ μὲν χάριτασ ἀποδιδούσ, ἑτέροισ δ’ ἐπίδειξιν ποιούμενοσ ὡσ εὖ ἐπίσταται τὰ τοιαῦτα συγκρύπτειν, πρῶτον μὲν εἰσ ἑαυτὸν ἐξαμαρτήσεται, ἔπειτα οὐδὲν ἔσται πλέον. (Aeschines, Speeches, , section 471)
- ‐ αὕτη γὰρ αὐτῷ συγκρύπτειν ἐδόκει εἴ τίσ τι ἐν τῷ σώματι ἐνδεὲσ ἔχοι, καὶ καλλίστουσ καὶ μεγίστουσ ἐπιδεικνύναι τοὺσ φοροῦντασ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 47:3)
- ὁ δὲ ἥλιοσ συνεκρύπτετο τοῖσ τοξεύμασιν· (Aristides, Aelius, Orationes, 65:9)
Synonyms
-
to cover up or completely
Derived
- ἀμφικρύπτω (to cover or hide on every side)
- ἀποκρύπτω (to hide from, keep hidden from, to hide from sight)
- ἐγκρύπτω (to hide or conceal in, to keep concealed)
- ἐπικρύπτω (to throw a cloak over, conceal, to disguise)
- κατακρύπτω (to cover over, hide away, conceal)
- κρύπτω (I hide, cover, conceal)
- περικρύπτω (to conceal entirely)
- συνεπικρύπτω (to help to conceal)
- ὑποκρύπτω (to hide under or beneath, was hidden beneath)