- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκρύπτω?

Non-contract Verb; Transliteration: synkryptō

Principal Part: συγκρύπτω συγκρύψω

Structure: συγ (Prefix) + κρύπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cover up or completely, to conceal utterly

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρύπτω συγκρύπτεις συγκρύπτει
Dual συγκρύπτετον συγκρύπτετον
Plural συγκρύπτομεν συγκρύπτετε συγκρύπτουσι(ν)
SubjunctiveSingular συγκρύπτω συγκρύπτῃς συγκρύπτῃ
Dual συγκρύπτητον συγκρύπτητον
Plural συγκρύπτωμεν συγκρύπτητε συγκρύπτωσι(ν)
OptativeSingular συγκρύπτοιμι συγκρύπτοις συγκρύπτοι
Dual συγκρύπτοιτον συγκρυπτοίτην
Plural συγκρύπτοιμεν συγκρύπτοιτε συγκρύπτοιεν
ImperativeSingular συγκρύπτε συγκρυπτέτω
Dual συγκρύπτετον συγκρυπτέτων
Plural συγκρύπτετε συγκρυπτόντων, συγκρυπτέτωσαν
Infinitive συγκρύπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρυπτων συγκρυπτοντος συγκρυπτουσα συγκρυπτουσης συγκρυπτον συγκρυπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρύπτομαι συγκρύπτει, συγκρύπτῃ συγκρύπτεται
Dual συγκρύπτεσθον συγκρύπτεσθον
Plural συγκρυπτόμεθα συγκρύπτεσθε συγκρύπτονται
SubjunctiveSingular συγκρύπτωμαι συγκρύπτῃ συγκρύπτηται
Dual συγκρύπτησθον συγκρύπτησθον
Plural συγκρυπτώμεθα συγκρύπτησθε συγκρύπτωνται
OptativeSingular συγκρυπτοίμην συγκρύπτοιο συγκρύπτοιτο
Dual συγκρύπτοισθον συγκρυπτοίσθην
Plural συγκρυπτοίμεθα συγκρύπτοισθε συγκρύπτοιντο
ImperativeSingular συγκρύπτου συγκρυπτέσθω
Dual συγκρύπτεσθον συγκρυπτέσθων
Plural συγκρύπτεσθε συγκρυπτέσθων, συγκρυπτέσθωσαν
Infinitive συγκρύπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρυπτομενος συγκρυπτομενου συγκρυπτομενη συγκρυπτομενης συγκρυπτομενον συγκρυπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ δὲ Μακκαβαῖος αὐστηρότερον διεξάγοντα συνιδὼν τὸν Νικάνορα πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν εἰθισμένην ἀπάντησιν ἀγροικότερον ἐσχηκότα, νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι, συστρέψας οὐκ ὀλίγους τῶν περὶ ἑαυτόν, συνεκρύπτετο τὸν Νικάνορα. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:30)
  • ἢν δ αὖ τοὺς πολλοὺς ὀλίγους βούλῃ δοκεῖν εἶναι, ἢν μέν σοι χωρία ὑπάρχῃ οἱᾶ συγκρύπτειν, δῆλον ὅτι τοὺς μὲν ἐν τῷ φανερῷ ἔχων, τοὺς δ εἰς τὸ ἄδηλον ἀποκρύπτων κλέπτοις ἂν τοὺς ἱππέας: (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 9:1)
  • ἐὰν δ ἄρα ὑπακούσῃ μέν, τράπηται δὲ ἐπὶ τὸ ἀναιδέστατον, ἐπὶ τὸ ἐξόμνυσθαι τὰς ἀληθείας, ὡς Τιμάρχῳ μὲν χάριτας ἀποδιδούς, ἑτέροις δ ἐπίδειξιν ποιούμενος ὡς εὖ ἐπίσταται τὰ τοιαῦτα συγκρύπτειν, πρῶτον μὲν εἰς ἑαυτὸν ἐξαμαρτήσεται, ἔπειτα οὐδὲν ἔσται πλέον. (Aeschines, Speeches, , section 471)
  • - αὕτη γὰρ αὐτῷ συγκρύπτειν ἐδόκει εἴ τίς τι ἐν τῷ σώματι ἐνδεὲς ἔχοι, καὶ καλλίστους καὶ μεγίστους ἐπιδεικνύναι τοὺς φοροῦντας: (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 47:3)
  • ὁ δὲ ἥλιος συνεκρύπτετο τοῖς τοξεύμασιν: (Aristides, Aelius, Orationes, 65:9)

Synonyms

  1. to cover up or completely

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION