Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκροτέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκροτέω συγκροτήσω

Structure: συγ (Prefix) + κροτέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to strike together;, to clap, to smite, together, to be applauded
  2. to hammer or weld together, to weld, organise, well-trained, in good discipline

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρότω συγκρότεις συγκρότει
Dual συγκρότειτον συγκρότειτον
Plural συγκρότουμεν συγκρότειτε συγκρότουσιν*
SubjunctiveSingular συγκρότω συγκρότῃς συγκρότῃ
Dual συγκρότητον συγκρότητον
Plural συγκρότωμεν συγκρότητε συγκρότωσιν*
OptativeSingular συγκρότοιμι συγκρότοις συγκρότοι
Dual συγκρότοιτον συγκροτοίτην
Plural συγκρότοιμεν συγκρότοιτε συγκρότοιεν
ImperativeSingular συγκρο͂τει συγκροτεῖτω
Dual συγκρότειτον συγκροτεῖτων
Plural συγκρότειτε συγκροτοῦντων, συγκροτεῖτωσαν
Infinitive συγκρότειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκροτων συγκροτουντος συγκροτουσα συγκροτουσης συγκροτουν συγκροτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρότουμαι συγκρότει, συγκρότῃ συγκρότειται
Dual συγκρότεισθον συγκρότεισθον
Plural συγκροτοῦμεθα συγκρότεισθε συγκρότουνται
SubjunctiveSingular συγκρότωμαι συγκρότῃ συγκρότηται
Dual συγκρότησθον συγκρότησθον
Plural συγκροτώμεθα συγκρότησθε συγκρότωνται
OptativeSingular συγκροτοίμην συγκρότοιο συγκρότοιτο
Dual συγκρότοισθον συγκροτοίσθην
Plural συγκροτοίμεθα συγκρότοισθε συγκρότοιντο
ImperativeSingular συγκρότου συγκροτεῖσθω
Dual συγκρότεισθον συγκροτεῖσθων
Plural συγκρότεισθε συγκροτεῖσθων, συγκροτεῖσθωσαν
Infinitive συγκρότεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκροτουμενος συγκροτουμενου συγκροτουμενη συγκροτουμενης συγκροτουμενον συγκροτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τότε τοῦ βασιλέωσ ἡ μορφὴ ἠλλοιώθη, καὶ οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ συνετάρασσον αὐτόν, καὶ οἱ σύνδεσμοι τῆσ ὀσφύοσ αὐτοῦ διελύοντο, καὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ συνεκροτοῦντο. (Septuagint, Prophetia Danielis 5:6)
  • καὶ νῦν ἅτεροσ μὲν πρὸσ τὴν τῶν λόγων ἐπίδειξιν, ὥσ φασιν, γυμνάζεται καὶ παρασκευάζεται καὶ κατηγορίαν συγκροτεῖ καὶ τὸ τῆσ μοιχείασ ἔγκλημα ὑποκινεῖ, ἐναντιώτατον αὑτῷ καὶ οὗτοσ κατὰ τοὺσ φαύλουσ τῶν ῥητόρων τοῦτο ποιῶν καὶ εἰσ τοὺσ ἄνδρασ τὸν ἀντίδικον ἐκ τοῦ ἐγκλήματοσ καταλέγων· (Lucian, Eunuchus, (no name) 13:1)
  • κἀγὼ μὲν ὁ ἀρχαῖοσ περὶ ταῦτα εἶχον, οἱ δὲ ἤδη τε συνίσταντο ἐπ’ ἐμὲ καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆσ ἐπιβουλῆσ καὶ ἀποστάσεωσ ἐσκοποῦντο καὶ συνωμοσίασ συνεκρότουν καὶ ὅπλα ἤθροιζον καὶ χρήματα ἐπορίζοντο καὶ τοὺσ ἀστυγείτονασ ἐπεκαλοῦντο καὶ εἰσ τὴν Ἑλλάδα παρὰ Λακεδαιμονίουσ καὶ Ἀθηναίουσ ἐπρεσβεύοντο· (Lucian, Phalaris, book 1 4:3)
  • ἡ δὲ ἀπολειφθεῖσα τὸ μὲν πρῶτον ἠγανάκτει καὶ τὼ χεῖρε συνεκρότει καὶ τοὺσ ὀδόντασ συνέπριε· (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 10:2)
  • ἐγὼ δὲ τὴν ἐσθῆτα τὴν ἐκείνου ἔχων καὶ δακτυλίουσ βαρεῖσ ὅσον ἑκκαίδεκα ἐξημμένοσ τῶν δακτύλων ἐκέλευον ἑστίασίν τινα λαμπρὰν εὐτρεπισθῆναι ἐσ ὑποδοχὴν τῶν φίλων οἱ δέ, ὡσ ἐν ὀνείρῳ εἰκόσ, ἤδη παρῆσαν καὶ τὸ δεῖπνον εἰσεκομίζετο καὶ ὁ πότοσ συνεκροτεῖτο. (Lucian, Gallus, (no name) 12:4)

Synonyms

  1. to strike together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION