고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συγκατοικτίζομαι συγκατοικτιοῦμαι
Structure: συγκατοικτίζ (Stem) + ομαι (Ending)
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συγκατοικτίζομαι | συγκατοικτίζει, συγκατοικτίζῃ | συγκατοικτίζεται |
Dual | συγκατοικτίζεσθον | συγκατοικτίζεσθον | ||
Plural | συγκατοικτιζόμεθα | συγκατοικτίζεσθε | συγκατοικτίζονται | |
Subjunctive | Singular | συγκατοικτίζωμαι | συγκατοικτίζῃ | συγκατοικτίζηται |
Dual | συγκατοικτίζησθον | συγκατοικτίζησθον | ||
Plural | συγκατοικτιζώμεθα | συγκατοικτίζησθε | συγκατοικτίζωνται | |
Optative | Singular | συγκατοικτιζοίμην | συγκατοικτίζοιο | συγκατοικτίζοιτο |
Dual | συγκατοικτίζοισθον | συγκατοικτιζοίσθην | ||
Plural | συγκατοικτιζοίμεθα | συγκατοικτίζοισθε | συγκατοικτίζοιντο | |
Imperative | Singular | συγκατοικτίζου | συγκατοικτιζέσθω | |
Dual | συγκατοικτίζεσθον | συγκατοικτιζέσθων | ||
Plural | συγκατοικτίζεσθε | συγκατοικτιζέσθων, συγκατοικτιζέσθωσαν | ||
Infinitive | συγκατοικτίζεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
συγκατοικτιζομενος συγκατοικτιζομενου | συγκατοικτιζομενη συγκατοικτιζομενης | συγκατοικτιζομενον συγκατοικτιζομενου |
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἐσυγκατοικτιζόμην | ἐσυγκατοικτίζου | ἐσυγκατοικτίζετο |
Dual | ἐσυγκατοικτίζεσθον | ἐσυγκατοικτιζέσθην | ||
Plural | ἐσυγκατοικτιζόμεθα | ἐσυγκατοικτίζεσθε | ἐσυγκατοικτίζοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기