Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατοικτίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συγκατοικτίζομαι συγκατοικτιοῦμαι

Structure: συγκατοικτίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to lament with or together

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατοικτίζομαι συγκατοικτίζει, συγκατοικτίζῃ συγκατοικτίζεται
Dual συγκατοικτίζεσθον συγκατοικτίζεσθον
Plural συγκατοικτιζόμεθα συγκατοικτίζεσθε συγκατοικτίζονται
SubjunctiveSingular συγκατοικτίζωμαι συγκατοικτίζῃ συγκατοικτίζηται
Dual συγκατοικτίζησθον συγκατοικτίζησθον
Plural συγκατοικτιζώμεθα συγκατοικτίζησθε συγκατοικτίζωνται
OptativeSingular συγκατοικτιζοίμην συγκατοικτίζοιο συγκατοικτίζοιτο
Dual συγκατοικτίζοισθον συγκατοικτιζοίσθην
Plural συγκατοικτιζοίμεθα συγκατοικτίζοισθε συγκατοικτίζοιντο
ImperativeSingular συγκατοικτίζου συγκατοικτιζέσθω
Dual συγκατοικτίζεσθον συγκατοικτιζέσθων
Plural συγκατοικτίζεσθε συγκατοικτιζέσθων, συγκατοικτιζέσθωσαν
Infinitive συγκατοικτίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατοικτιζομενος συγκατοικτιζομενου συγκατοικτιζομενη συγκατοικτιζομενης συγκατοικτιζομενον συγκατοικτιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lament with or together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION