Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατοικέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατοικέω συγκατοικήσω

Structure: συγκατοικέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to dwell with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατοίκω συγκατοίκεις συγκατοίκει
Dual συγκατοίκειτον συγκατοίκειτον
Plural συγκατοίκουμεν συγκατοίκειτε συγκατοίκουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατοίκω συγκατοίκῃς συγκατοίκῃ
Dual συγκατοίκητον συγκατοίκητον
Plural συγκατοίκωμεν συγκατοίκητε συγκατοίκωσιν*
OptativeSingular συγκατοίκοιμι συγκατοίκοις συγκατοίκοι
Dual συγκατοίκοιτον συγκατοικοίτην
Plural συγκατοίκοιμεν συγκατοίκοιτε συγκατοίκοιεν
ImperativeSingular συγκατοῖκει συγκατοικεῖτω
Dual συγκατοίκειτον συγκατοικεῖτων
Plural συγκατοίκειτε συγκατοικοῦντων, συγκατοικεῖτωσαν
Infinitive συγκατοίκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατοικων συγκατοικουντος συγκατοικουσα συγκατοικουσης συγκατοικουν συγκατοικουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατοίκουμαι συγκατοίκει, συγκατοίκῃ συγκατοίκειται
Dual συγκατοίκεισθον συγκατοίκεισθον
Plural συγκατοικοῦμεθα συγκατοίκεισθε συγκατοίκουνται
SubjunctiveSingular συγκατοίκωμαι συγκατοίκῃ συγκατοίκηται
Dual συγκατοίκησθον συγκατοίκησθον
Plural συγκατοικώμεθα συγκατοίκησθε συγκατοίκωνται
OptativeSingular συγκατοικοίμην συγκατοίκοιο συγκατοίκοιτο
Dual συγκατοίκοισθον συγκατοικοίσθην
Plural συγκατοικοίμεθα συγκατοίκοισθε συγκατοίκοιντο
ImperativeSingular συγκατοίκου συγκατοικεῖσθω
Dual συγκατοίκεισθον συγκατοικεῖσθων
Plural συγκατοίκεισθε συγκατοικεῖσθων, συγκατοικεῖσθωσαν
Infinitive συγκατοίκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατοικουμενος συγκατοικουμενου συγκατοικουμενη συγκατοικουμενης συγκατοικουμενον συγκατοικουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατοικήσω συγκατοικήσεις συγκατοικήσει
Dual συγκατοικήσετον συγκατοικήσετον
Plural συγκατοικήσομεν συγκατοικήσετε συγκατοικήσουσιν*
OptativeSingular συγκατοικήσοιμι συγκατοικήσοις συγκατοικήσοι
Dual συγκατοικήσοιτον συγκατοικησοίτην
Plural συγκατοικήσοιμεν συγκατοικήσοιτε συγκατοικήσοιεν
Infinitive συγκατοικήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατοικησων συγκατοικησοντος συγκατοικησουσα συγκατοικησουσης συγκατοικησον συγκατοικησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατοικήσομαι συγκατοικήσει, συγκατοικήσῃ συγκατοικήσεται
Dual συγκατοικήσεσθον συγκατοικήσεσθον
Plural συγκατοικησόμεθα συγκατοικήσεσθε συγκατοικήσονται
OptativeSingular συγκατοικησοίμην συγκατοικήσοιο συγκατοικήσοιτο
Dual συγκατοικήσοισθον συγκατοικησοίσθην
Plural συγκατοικησοίμεθα συγκατοικήσοισθε συγκατοικήσοιντο
Infinitive συγκατοικήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατοικησομενος συγκατοικησομενου συγκατοικησομενη συγκατοικησομενης συγκατοικησομενον συγκατοικησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to dwell with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION