Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταζεύγνυμι

-νυμι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταζεύγνυμι συγκαταζεύξω

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + ζεύγνυ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to yoke together, join in marriage, has become a yoke-fellow

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταζεύγνυμι συγκαταζεύγνυς συγκαταζεύγνυσιν*
Dual συγκαταζεύγνυτον συγκαταζεύγνυτον
Plural συγκαταζεύγνυμεν συγκαταζεύγνυτε συγκαταζευγνύᾱσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταζευγνύω συγκαταζευγνύῃς συγκαταζευγνύῃ
Dual συγκαταζευγνύητον συγκαταζευγνύητον
Plural συγκαταζευγνύωμεν συγκαταζευγνύητε συγκαταζευγνύωσιν*
OptativeSingular συγκαταζευγνύοιμι συγκαταζευγνύοις συγκαταζευγνύοι
Dual συγκαταζευγνύοιτον συγκαταζευγνυοίτην
Plural συγκαταζευγνύοιμεν συγκαταζευγνύοιτε συγκαταζευγνύοιεν
ImperativeSingular συγκαταζεύγνυ συγκαταζευγνύτω
Dual συγκαταζεύγνυτον συγκαταζευγνύτων
Plural συγκαταζεύγνυτε συγκαταζευγνύντων
Infinitive συγκαταζευγνύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταζευγνῡς συγκαταζευγνυντος συγκαταζευγνῡσα συγκαταζευγνῡσης συγκαταζευγνυν συγκαταζευγνυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταζεύγνυμαι συγκαταζεύγνυσαι συγκαταζεύγνυται
Dual συγκαταζεύγνυσθον συγκαταζεύγνυσθον
Plural συγκαταζευγνύμεθα συγκαταζεύγνυσθε συγκαταζεύγνυνται
SubjunctiveSingular συγκαταζευγνύωμαι συγκαταζευγνύῃ συγκαταζευγνύηται
Dual συγκαταζευγνύησθον συγκαταζευγνύησθον
Plural συγκαταζευγνυώμεθα συγκαταζευγνύησθε συγκαταζευγνύωνται
OptativeSingular συγκαταζευγνυοίμην συγκαταζευγνύοιο συγκαταζευγνύοιτο
Dual συγκαταζευγνύοισθον συγκαταζευγνυοίσθην
Plural συγκαταζευγνυοίμεθα συγκαταζευγνύοισθε συγκαταζευγνύοιντο
ImperativeSingular συγκαταζεύγνυσο συγκαταζευγνύσθω
Dual συγκαταζεύγνυσθον συγκαταζευγνύσθων
Plural συγκαταζεύγνυσθε συγκαταζευγνύσθων
Infinitive συγκαταζεύγνυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταζευγνυμενος συγκαταζευγνυμενου συγκαταζευγνυμενη συγκαταζευγνυμενης συγκαταζευγνυμενον συγκαταζευγνυμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταζεύξω συγκαταζεύξεις συγκαταζεύξει
Dual συγκαταζεύξετον συγκαταζεύξετον
Plural συγκαταζεύξομεν συγκαταζεύξετε συγκαταζεύξουσιν*
OptativeSingular συγκαταζεύξοιμι συγκαταζεύξοις συγκαταζεύξοι
Dual συγκαταζεύξοιτον συγκαταζευξοίτην
Plural συγκαταζεύξοιμεν συγκαταζεύξοιτε συγκαταζεύξοιεν
Infinitive συγκαταζεύξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταζευξων συγκαταζευξοντος συγκαταζευξουσα συγκαταζευξουσης συγκαταζευξον συγκαταζευξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταζεύξομαι συγκαταζεύξει, συγκαταζεύξῃ συγκαταζεύξεται
Dual συγκαταζεύξεσθον συγκαταζεύξεσθον
Plural συγκαταζευξόμεθα συγκαταζεύξεσθε συγκαταζεύξονται
OptativeSingular συγκαταζευξοίμην συγκαταζεύξοιο συγκαταζεύξοιτο
Dual συγκαταζεύξοισθον συγκαταζευξοίσθην
Plural συγκαταζευξοίμεθα συγκαταζεύξοισθε συγκαταζεύξοιντο
Infinitive συγκαταζεύξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταζευξομενος συγκαταζευξομενου συγκαταζευξομενη συγκαταζευξομενης συγκαταζευξομενον συγκαταζευξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION