Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατατάσσω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατατάσσω συγκατατάξω

Structure: συγ (Prefix) + κατατάσς (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to arrange or draw up together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατατάσσω συγκατατάσσεις συγκατατάσσει
Dual συγκατατάσσετον συγκατατάσσετον
Plural συγκατατάσσομεν συγκατατάσσετε συγκατατάσσουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατατάσσω συγκατατάσσῃς συγκατατάσσῃ
Dual συγκατατάσσητον συγκατατάσσητον
Plural συγκατατάσσωμεν συγκατατάσσητε συγκατατάσσωσιν*
OptativeSingular συγκατατάσσοιμι συγκατατάσσοις συγκατατάσσοι
Dual συγκατατάσσοιτον συγκατατασσοίτην
Plural συγκατατάσσοιμεν συγκατατάσσοιτε συγκατατάσσοιεν
ImperativeSingular συγκατάτασσε συγκατατασσέτω
Dual συγκατατάσσετον συγκατατασσέτων
Plural συγκατατάσσετε συγκατατασσόντων, συγκατατασσέτωσαν
Infinitive συγκατατάσσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατατασσων συγκατατασσοντος συγκατατασσουσα συγκατατασσουσης συγκατατασσον συγκατατασσοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατατάσσομαι συγκατατάσσει, συγκατατάσσῃ συγκατατάσσεται
Dual συγκατατάσσεσθον συγκατατάσσεσθον
Plural συγκατατασσόμεθα συγκατατάσσεσθε συγκατατάσσονται
SubjunctiveSingular συγκατατάσσωμαι συγκατατάσσῃ συγκατατάσσηται
Dual συγκατατάσσησθον συγκατατάσσησθον
Plural συγκατατασσώμεθα συγκατατάσσησθε συγκατατάσσωνται
OptativeSingular συγκατατασσοίμην συγκατατάσσοιο συγκατατάσσοιτο
Dual συγκατατάσσοισθον συγκατατασσοίσθην
Plural συγκατατασσοίμεθα συγκατατάσσοισθε συγκατατάσσοιντο
ImperativeSingular συγκατατάσσου συγκατατασσέσθω
Dual συγκατατάσσεσθον συγκατατασσέσθων
Plural συγκατατάσσεσθε συγκατατασσέσθων, συγκατατασσέσθωσαν
Infinitive συγκατατάσσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατατασσομενος συγκατατασσομενου συγκατατασσομενη συγκατατασσομενης συγκατατασσομενον συγκατατασσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to arrange or draw up together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION