- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στοργή?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: storgē 고전 발음: [게:] 신약 발음: []

기본형: στοργή στοργῆς

형태분석: στοργ (어간) + η (어미)

어원: στέργω

  1. 사랑, 애정, 부모와 자식 간의 사랑
  1. love, affection; especially of parents and children
  2. (rarely) sexual love

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στοργή

사랑이

στοργά

사랑들이

στοργαί

사랑들이

속격 στοργῆς

사랑의

στοργαῖν

사랑들의

στοργῶν

사랑들의

여격 στοργῇ

사랑에게

στοργαῖν

사랑들에게

στοργαῖς

사랑들에게

대격 στοργήν

사랑을

στοργά

사랑들을

στοργάς

사랑들을

호격 στοργή

사랑아

στοργά

사랑들아

στοργαί

사랑들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίπερ εἰ μὴ διὰ τὴν τῆς συντροφίας στοργὴν καὶ τῆς χρείας, τὸ ζῆν ἀντὶ τούτων ἐστερήθης. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:32)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:32)

  • θεωρεῖτε δὲ πῶς πολύπλοκός ἐστιν ἡ τῆς φιλοτεκνίας στοργὴ ἕλκουσα πάντα πρὸς τὴν τῶν σπλάγχνων συμπάθειαν, (Septuagint, Liber Maccabees IV 14:13)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 14:13)

  • ὅπου γε καὶ τὰ ἄλογα ζῷα ὁμοίαν τὴν εἰς τὰ ἐξ αὐτῶν γεννώμενα συμπάθειαν καὶ στοργὴν ἔχει τοῖς ἀνθρώποις. (Septuagint, Liber Maccabees IV 14:14)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 14:14)

  • εἰ δὲ καὶ μὴ δύναιντο κωλύειν, περιϊπτάμενα κυκλόθεν αὐτῶν ἀλγοῦντα τῇ στοργῇ, ἀνακαλούμενα τῇ ἰδίᾳ φωνῇ, καθ ὃν δύναται τρόπον βοηθεῖ τοῖς τέκνοις. (Septuagint, Liber Maccabees IV 14:17)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 14:17)

  • "εἰ δὲ χρησμοὶ καὶ μαντικὴ καὶ θεῶν πρόνοια καὶ γονέων πρὸς ἔκγονα στοργὴ καὶ ἀγάπησις καὶ πολιτεία καὶ ἡγεμονία καὶ τὸ ἄρχειν ἔνδοξόν ἐστι καὶ εὐκλεές, οὕτως ἀνάγκη τοὺς λέγοντας, ὡς οὐ δεῖ σῴζειν τοὺς Ἕλληνας ἀλλ ἐσθίειν καὶ πίνειν ἀβλαβῶς τῇ γαστρὶ καὶ κεχαρισμένως, ἀδοξεῖν καὶ κακοὺς νομίζεσθαι: (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 1910)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 1910)

  • γαίῃ μὲν γάρ, φησί, γαῖαν ὀπώπαμεν, ὕδατι δ ὕδωρ,αἰθέρι δ αἰθέρα δῖον, ἀτὰρ πυρὶ πῦρ ἀΐδηλον,στοργὴν δὲ στοργῇ, νεῖκος δέ τε νείκεϊ λυγρῷ. (Aristotle, Metaphysics, Book 3 118:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 3 118:2)

  • καὶ γὰρ ἠγάπησεν αὐτὸν μάλιστα τῶν ἐν στοργῇ φίλων δοξαζομένων καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν ἐτίμησεν αὐτὸν ἀνυπερβλήτως. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 114 2:3)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvii, chapter 114 2:3)

유의어

  1. 사랑

  2. sexual love

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION