Ancient Greek-English Dictionary Language

στονόεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στονόεις στονόεσσα στονόεν

Structure: στονοεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/nos

Sense

  1. causing groans or sighs
  2. mournful, sad, wretched

Examples

  • δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε καλὸν χρύσειον πολυδαίδαλον, ὅν οἱ ἔδωκε Παλλὰσ Ἀθηναίη, κούρη Διόσ, ὁππότ’ ἔμελλε τὸ πρῶτον στονόεντασ ἐφορμήσεσθαι ἀέθλουσ. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 11:2)
  • ἥβην δ’ Ἀλκμήνησ καλλισφύρου ἄλκιμοσ υἱόσ, ἲσ Ἡρακλῆοσ, τελέσασ στονόεντασ ἀέθλουσ, παῖδα Διὸσ μεγάλοιο καὶ Ἥρησ χρυσοπεδίλου, αἰδοίην θέτ’ ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι, ὄλβιοσ, ὃσ μέγα ἔργον ἐν ἀθανάτοισιν ἀνύσσασ ναίει ἀπήμαντοσ καὶ ἀγήραοσ ἤματα πάντα. (Hesiod, Theogony, Book Th. 100:1)
  • κούρην δ’ Αἰήταο διοτρεφέοσ βασιλῆοσ Αἰσονίδησ βουλῇσι θεῶν αἰειγενετάων ἦγε παρ’ Αἰήτεω, τελέσασ στονόεντασ ἀέθλουσ, τοὺσ πολλοὺσ ἐπέτελλε μέγασ βασιλεὺσ ὑπερήνωρ, ὑβριστὴσ Πελίησ καὶ ἀτάσθαλοσ, ὀβριμοεργόσ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 108:1)

Synonyms

  1. causing groans or sighs

  2. mournful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION