헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στονόεις

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στονόεις στονόεσσα στονόεν

형태분석: στονοεντ (어간) + ος (어미)

어원: sto/nos

  1. 슬픈, 불행한, 악한, 섧은
  1. causing groans or sighs
  2. mournful, sad, wretched

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στονόεις

(이)가

στονόεσσα

(이)가

στονόεν

(것)가

속격 στονόεντος

(이)의

στονοέσσης

(이)의

στονόεντος

(것)의

여격 στονόεντι

(이)에게

στονοέσσῃ

(이)에게

στονόεντι

(것)에게

대격 στονόεντα

(이)를

στονόεσσαν

(이)를

στονόεν

(것)를

호격 στονόεν

(이)야

στονόεσσα

(이)야

στονόεν

(것)야

쌍수주/대/호 στονόεντε

(이)들이

στονοέσσᾱ

(이)들이

στονόεντε

(것)들이

속/여 στονοέντοιν

(이)들의

στονοέσσαιν

(이)들의

στονοέντοιν

(것)들의

복수주격 στονόεντες

(이)들이

στονοέσσαι

(이)들이

στονόεντα

(것)들이

속격 στονοέντων

(이)들의

στονοεσσῶν

(이)들의

στονοέντων

(것)들의

여격 στονόεσιν*

(이)들에게

στονοέσσαις

(이)들에게

στονόεσιν*

(것)들에게

대격 στονόεντας

(이)들을

στονοέσσᾱς

(이)들을

στονόεντα

(것)들을

호격 στονόεντες

(이)들아

στονοέσσαι

(이)들아

στονόεντα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μέλαινα δ’ ἀμμεμείξεται, οἴ, στονόεσσα πλαγά. (Aeschylus, Persians, choral, antistrophe 67)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, antistrophe 67)

  • ἀλλ’ ὕβρισ στονόεσσα καὶ Ἄρεοσ ἔργα μεμήλει· (Apollodorus, Argonautica, book 2 16:26)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 16:26)

  • τίνασ ἂν εἴποι λόγουσ Δηϊδάμεια τοῦ Πύρρου πορθήσαντοσ τὴν Τροίαν πᾶσαν ἐμῆσ κραδίησ χαλεπὴν ἀπέπαυσασ ἀνίην, ὑμετέρου γενετῆροσ Ἀχιλλέοσ εἵνεκα πότμου, ὃν Τροίη στονόεσσα κατέκτανεν. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4621)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4621)

  • "Τηλέμαχ’, ἦ τοι ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα λέξομαι εἰσ εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται, αἰεὶ δάκρυσ’ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺσ ᾤχεθ’ ἅμ’ Ἀτρεί̈δῃσιν ἐσ Ἴλιον· (Homer, Odyssey, Book 17 15:1)

    (호메로스, 오디세이아, Book 17 15:1)

  • ἀλλ’ ἦ τοι μὲν ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα λέξομαι εἰσ εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται, αἰεὶ δάκρυσ’ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺσ ᾤχετ’ ἐποψόμενοσ Κακοί̈λιον οὐκ ὀνομαστήν. (Homer, Odyssey, Book 19 63:5)

    (호메로스, 오디세이아, Book 19 63:5)

  • παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυσ ὅμαυλοσ ὧν ὕπερ, ὦ χρυσέα θύγατερ Διόσ, εὐῶπα πέμψον ἀλκάν. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, antistrophe 24)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, choral, antistrophe 24)

유의어

  1. causing groans or sighs

  2. 슬픈

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION