Ancient Greek-English Dictionary Language

στονόεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στονόεις στονόεσσα στονόεν

Structure: στονοεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/nos

Sense

  1. causing groans or sighs
  2. mournful, sad, wretched

Examples

  • πρόπασα δ’ ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, μεγαλοσχήμονά ἀρχαι‐ οπρεπῆ < > στένουσι τὰν σὰν ξυνομαιμόνων τε τιμάν, ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾶσ Ἀσίασ ἕδοσ νέμονται, μεγαλοστόνοισι σοῖσ πή‐ μασι συγκάμνουσι θνατοί. (Aeschylus, Prometheus Bound, choral, antistrophe 11)
  • τοῦ δὲ λέων ὤρουσε κατὰ στίβον, ἀνδράσι δεῖμα θαρσαλέοισ, Γάλλῳ δ’ οὐδ’ ὀνομαστὸν ἄχοσ, ὃσ τότ’ ἄναυδοσ ἔμεινε δέουσ ὕπο, καί τινοσ αὔρῃ δαίμονοσ ἐσ στονοὲν τύμπανον ἧκε χέρασ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 220 1:2)

Synonyms

  1. causing groans or sighs

  2. mournful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION