- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενακτός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: stenaktos 고전 발음: [떼낙또] 신약 발음: [때낙또]

기본형: στενακτός στενακτή στενακτόν

형태분석: στενακτ (어간) + ος (어미)

어원: from στενάζω

  1. 비통한, 애도하는
  1. to be mourned, giving cause for grief
  2. mournful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στενακτός

(이)가

στενακτή

(이)가

στενακτόν

(것)가

속격 στενακτοῦ

(이)의

στενακτῆς

(이)의

στενακτοῦ

(것)의

여격 στενακτῷ

(이)에게

στενακτῇ

(이)에게

στενακτῷ

(것)에게

대격 στενακτόν

(이)를

στενακτήν

(이)를

στενακτόν

(것)를

호격 στενακτέ

(이)야

στενακτή

(이)야

στενακτόν

(것)야

쌍수주/대/호 στενακτώ

(이)들이

στενακτά

(이)들이

στενακτώ

(것)들이

속/여 στενακτοῖν

(이)들의

στενακταῖν

(이)들의

στενακτοῖν

(것)들의

복수주격 στενακτοί

(이)들이

στενακταί

(이)들이

στενακτά

(것)들이

속격 στενακτῶν

(이)들의

στενακτῶν

(이)들의

στενακτῶν

(것)들의

여격 στενακτοῖς

(이)들에게

στενακταῖς

(이)들에게

στενακτοῖς

(것)들에게

대격 στενακτούς

(이)들을

στενακτάς

(이)들을

στενακτά

(것)들을

호격 στενακτοί

(이)들아

στενακταί

(이)들아

στενακτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσῃ στενακτὴ καὶ δηλαϊστὴ ἐν τοῖς ἔθνεσι τοῖς κύκλῳ σου ἐν τῷ ποιῆσαί με ἐν σοὶ κρίματα ἐν ἐκδικήσει θυμοῦ μου. ἐγὼ Κύριος λελάληκα. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 5:15)

    (70인역 성경, 에제키엘서 5:15)

  • στενάζεθ, ὡς στενακτά. (Euripides, Heracles, episode, lyric2)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric2)

  • ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ, ἀλλ εἴ τις βροτῶν θαυμαστός. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 1:20)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 1:20)

유의어

  1. to be mourned

  2. 비통한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION