- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκύφος?

명사; 로마알파벳 전사: skyphos 고전 발음: [뀌포] 신약 발음: [뀌포]

기본형: σκύφος

  1. a cup or can, especially one used by peasants
  2. , 411, 256, 556,
  3. of wooden milk-vessels

예문

  • καὶ ἐδόκει ἄριστα ἐπινενοηκέναι οὐκ εἰδὼς ὅσων κακῶν ἀρχὴν ὁ σκύφος ἐκεῖνος ἐνεδεδώκει. (Lucian, Symposium, (no name) 14:3)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 14:3)

  • σκύφος γὰρ ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ κόλπου ἐξαναστάντος αὐτοῦ. (Lucian, Symposium, (no name) 46:4)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 46:4)

  • νῦν δέ, ὦ ἑταῖρε, πρῶτον μὲν οὐ δύο εἰσὶν οἱ παρελθόντες ἐς τὸν νεών, ὡς ἀναγκαῖον εἶναι τὸν ἕτερον αὐτοῖν τὰ φώρια ἔχειν, ἀλλὰ μάλα πολλοί τινες, εἶτα καὶ τὸ ἀπολόμενον αὐτὸ ἄδηλον ὅ τι ποτέ ἐστιν, εἴτε φιάλη τις ἢ σκύφος ἢ στέφανος: (Lucian, 80:2)

    (루키아노스, 80:2)

  • ὁ δὲ σκύφος με τοῦ θεοῦ καλεῖ πάλαι τὸ γράμμα φαίνων,5 δέλτ, ἰῶτα καὶ τρίτον οὖ,6 νῦ τὸ τ ὖ πάρεστι, κοὐκ ἀπουσίαν ἐκ τοὐπέκεινα σὰν τὸ τ οὖ κηρύσσετον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 30 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 30 2:1)

  • πᾶς δὲ ποιμένων ἔρρει λεώς,7 ὁ μὲν γάλακτος κίσσινον φέρων σκύφος πόνων ἀναψυκτῆρ,8 ὁ δ ἀμπέλων γάνος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 53 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 53 1:1)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION