헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκεπάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκεπάζω σκεπάσω

형태분석: σκεπάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ske/pw

  1. 덮다, 감싸다, 감추다
  1. to cover, shelter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκεπάζω

(나는) 덮는다

σκεπάζεις

(너는) 덮는다

σκεπάζει

(그는) 덮는다

쌍수 σκεπάζετον

(너희 둘은) 덮는다

σκεπάζετον

(그 둘은) 덮는다

복수 σκεπάζομεν

(우리는) 덮는다

σκεπάζετε

(너희는) 덮는다

σκεπάζουσιν*

(그들은) 덮는다

접속법단수 σκεπάζω

(나는) 덮자

σκεπάζῃς

(너는) 덮자

σκεπάζῃ

(그는) 덮자

쌍수 σκεπάζητον

(너희 둘은) 덮자

σκεπάζητον

(그 둘은) 덮자

복수 σκεπάζωμεν

(우리는) 덮자

σκεπάζητε

(너희는) 덮자

σκεπάζωσιν*

(그들은) 덮자

기원법단수 σκεπάζοιμι

(나는) 덮기를 (바라다)

σκεπάζοις

(너는) 덮기를 (바라다)

σκεπάζοι

(그는) 덮기를 (바라다)

쌍수 σκεπάζοιτον

(너희 둘은) 덮기를 (바라다)

σκεπαζοίτην

(그 둘은) 덮기를 (바라다)

복수 σκεπάζοιμεν

(우리는) 덮기를 (바라다)

σκεπάζοιτε

(너희는) 덮기를 (바라다)

σκεπάζοιεν

(그들은) 덮기를 (바라다)

명령법단수 σκέπαζε

(너는) 덮어라

σκεπαζέτω

(그는) 덮어라

쌍수 σκεπάζετον

(너희 둘은) 덮어라

σκεπαζέτων

(그 둘은) 덮어라

복수 σκεπάζετε

(너희는) 덮어라

σκεπαζόντων, σκεπαζέτωσαν

(그들은) 덮어라

부정사 σκεπάζειν

덮는 것

분사 남성여성중성
σκεπαζων

σκεπαζοντος

σκεπαζουσα

σκεπαζουσης

σκεπαζον

σκεπαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκεπάζομαι

(나는) 덮어진다

σκεπάζει, σκεπάζῃ

(너는) 덮어진다

σκεπάζεται

(그는) 덮어진다

쌍수 σκεπάζεσθον

(너희 둘은) 덮어진다

σκεπάζεσθον

(그 둘은) 덮어진다

복수 σκεπαζόμεθα

(우리는) 덮어진다

σκεπάζεσθε

(너희는) 덮어진다

σκεπάζονται

(그들은) 덮어진다

접속법단수 σκεπάζωμαι

(나는) 덮어지자

σκεπάζῃ

(너는) 덮어지자

σκεπάζηται

(그는) 덮어지자

쌍수 σκεπάζησθον

(너희 둘은) 덮어지자

σκεπάζησθον

(그 둘은) 덮어지자

복수 σκεπαζώμεθα

(우리는) 덮어지자

σκεπάζησθε

(너희는) 덮어지자

σκεπάζωνται

(그들은) 덮어지자

기원법단수 σκεπαζοίμην

(나는) 덮어지기를 (바라다)

σκεπάζοιο

(너는) 덮어지기를 (바라다)

σκεπάζοιτο

(그는) 덮어지기를 (바라다)

쌍수 σκεπάζοισθον

(너희 둘은) 덮어지기를 (바라다)

σκεπαζοίσθην

(그 둘은) 덮어지기를 (바라다)

복수 σκεπαζοίμεθα

(우리는) 덮어지기를 (바라다)

σκεπάζοισθε

(너희는) 덮어지기를 (바라다)

σκεπάζοιντο

(그들은) 덮어지기를 (바라다)

명령법단수 σκεπάζου

(너는) 덮어져라

σκεπαζέσθω

(그는) 덮어져라

쌍수 σκεπάζεσθον

(너희 둘은) 덮어져라

σκεπαζέσθων

(그 둘은) 덮어져라

복수 σκεπάζεσθε

(너희는) 덮어져라

σκεπαζέσθων, σκεπαζέσθωσαν

(그들은) 덮어져라

부정사 σκεπάζεσθαι

덮어지는 것

분사 남성여성중성
σκεπαζομενος

σκεπαζομενου

σκεπαζομενη

σκεπαζομενης

σκεπαζομενον

σκεπαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκεπάσω

(나는) 덮겠다

σκεπάσεις

(너는) 덮겠다

σκεπάσει

(그는) 덮겠다

쌍수 σκεπάσετον

(너희 둘은) 덮겠다

σκεπάσετον

(그 둘은) 덮겠다

복수 σκεπάσομεν

(우리는) 덮겠다

σκεπάσετε

(너희는) 덮겠다

σκεπάσουσιν*

(그들은) 덮겠다

기원법단수 σκεπάσοιμι

(나는) 덮겠기를 (바라다)

σκεπάσοις

(너는) 덮겠기를 (바라다)

σκεπάσοι

(그는) 덮겠기를 (바라다)

쌍수 σκεπάσοιτον

(너희 둘은) 덮겠기를 (바라다)

σκεπασοίτην

(그 둘은) 덮겠기를 (바라다)

복수 σκεπάσοιμεν

(우리는) 덮겠기를 (바라다)

σκεπάσοιτε

(너희는) 덮겠기를 (바라다)

σκεπάσοιεν

(그들은) 덮겠기를 (바라다)

부정사 σκεπάσειν

덮을 것

분사 남성여성중성
σκεπασων

σκεπασοντος

σκεπασουσα

σκεπασουσης

σκεπασον

σκεπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκεπάσομαι

(나는) 덮어지겠다

σκεπάσει, σκεπάσῃ

(너는) 덮어지겠다

σκεπάσεται

(그는) 덮어지겠다

쌍수 σκεπάσεσθον

(너희 둘은) 덮어지겠다

σκεπάσεσθον

(그 둘은) 덮어지겠다

복수 σκεπασόμεθα

(우리는) 덮어지겠다

σκεπάσεσθε

(너희는) 덮어지겠다

σκεπάσονται

(그들은) 덮어지겠다

기원법단수 σκεπασοίμην

(나는) 덮어지겠기를 (바라다)

σκεπάσοιο

(너는) 덮어지겠기를 (바라다)

σκεπάσοιτο

(그는) 덮어지겠기를 (바라다)

쌍수 σκεπάσοισθον

(너희 둘은) 덮어지겠기를 (바라다)

σκεπασοίσθην

(그 둘은) 덮어지겠기를 (바라다)

복수 σκεπασοίμεθα

(우리는) 덮어지겠기를 (바라다)

σκεπάσοισθε

(너희는) 덮어지겠기를 (바라다)

σκεπάσοιντο

(그들은) 덮어지겠기를 (바라다)

부정사 σκεπάσεσθαι

덮어질 것

분사 남성여성중성
σκεπασομενος

σκεπασομενου

σκεπασομενη

σκεπασομενης

σκεπασομενον

σκεπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκέπαζον

(나는) 덮고 있었다

ἐσκέπαζες

(너는) 덮고 있었다

ἐσκέπαζεν*

(그는) 덮고 있었다

쌍수 ἐσκεπάζετον

(너희 둘은) 덮고 있었다

ἐσκεπαζέτην

(그 둘은) 덮고 있었다

복수 ἐσκεπάζομεν

(우리는) 덮고 있었다

ἐσκεπάζετε

(너희는) 덮고 있었다

ἐσκέπαζον

(그들은) 덮고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκεπαζόμην

(나는) 덮어지고 있었다

ἐσκεπάζου

(너는) 덮어지고 있었다

ἐσκεπάζετο

(그는) 덮어지고 있었다

쌍수 ἐσκεπάζεσθον

(너희 둘은) 덮어지고 있었다

ἐσκεπαζέσθην

(그 둘은) 덮어지고 있었다

복수 ἐσκεπαζόμεθα

(우리는) 덮어지고 있었다

ἐσκεπάζεσθε

(너희는) 덮어지고 있었다

ἐσκεπάζοντο

(그들은) 덮어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΚΑΙ ἔρχονται οἱ Ζιφαῖοι ἐκ τῆσ αὐχμώδουσ πρὸσ τὸν Σαοὺλ εἰσ τὸν βουνὸν λέγοντεσ. ἰδοὺ Δαυὶδ σκεπάζεται μεθ̓ ἡμῶν ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τοῦ κατὰ πρόσωπον τοῦ Ἰεσσαιμοῦν. (Septuagint, Liber I Samuelis 26:1)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 26:1)

유의어

  1. 덮다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION