Ancient Greek-English Dictionary Language

θεσμοφόρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θεσμοφόρος θεσμοφόρον

Structure: θεσμοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. law-giving

Examples

  • καταβὰσ εἰσ τὸ τῶν Θεσμοφόρων τέμενοσ ὁ διδοὺσ τὴν πίστιν, ἱερῶν τινων γενομένων, περιβάλλεται τὴν πορφυρίδα τῆσ θεοῦ, καὶ λαβὼν δᾷδα καιομένην ἀπόμνυσι. (Plutarch, Dion, chapter 56 3:4)
  • ἐστράτευον δὲ καὶ Ἀθηναῖοι, κηρυξάντων μὲν αὐτοὺσ ἑκατέρων μὴ ἀδικεῖν τὸν στρατὸν ὡσ ἱεροὺσ τῶν Θεσμοφόρων, πρὸσ δὲ τὴν δόξαν ἄρα τοῦ πολέμου τραπέντεσ ὡσ ὑπὲρ τῆσ Ῥωμαίων ἡγεμονίασ ἀγωνιούμενοι. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 10 8:13)
  • τὴν οὖν ἀδελφὴν λυπεῖσθαι ὅτι ἐν τῇ τῶν θεσμοφόρων ἑορτῇ μέλλοι τεθνήξεσθαι καὶ τῇ θεῷ τὸ καθῆκον αὐτὴ οὐ ποιήσειν τὸν δὲ θαρρεῖν εἰπεῖν καὶ κελεῦσαι αὑτῷ προσφέρειν ἄρτουσ θερμοὺσ ὁσημέραι. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. z'. DHMOKRITOS 10:3)

Synonyms

  1. law-giving

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION