헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πυγμή

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πυγμή πυγμῆς

형태분석: πυγμ (어간) + η (어미)

어원: pu/c

  1. 주먹
  2. 권투, 복싱
  3. 완척, 길이의 단위 (팔꿈치에서 주먹까지의 거리)
  1. fist
  2. boxing
  3. cubit, a measure of length (the distance from the elbow to the knuckles)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πυγμή

주먹이

πυγμᾱ́

주먹들이

πυγμαί

주먹들이

속격 πυγμῆς

주먹의

πυγμαῖν

주먹들의

πυγμῶν

주먹들의

여격 πυγμῇ

주먹에게

πυγμαῖν

주먹들에게

πυγμαῖς

주먹들에게

대격 πυγμήν

주먹을

πυγμᾱ́

주먹들을

πυγμᾱ́ς

주먹들을

호격 πυγμή

주먹아

πυγμᾱ́

주먹들아

πυγμαί

주먹들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παραγενόμενοσ οὖν καὶ τότε ἐπὶ τὴν Ἀργὼ τὸν ἄριστον αὐτῶν εἰσ πυγμὴν προεκαλεῖτο. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 20:3)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 9 20:3)

  • τῶν δὲ ἐκ Λήδασ γενομένων παίδων Κάστωρ μὲν ἤσκει τὰ κατὰ πόλεμον, Πολυδεύκησ δὲ πυγμήν, καὶ διὰ τὴν ἀνδρείαν ἐκλήθησαν ἀμφότεροι Διόσκουροι. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 11 2:1)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 11 2:1)

  • ἔτι δὲ κρίνων τοὺσ μὲν τὰ δρομικὰ γυμναζομένουσ οὐδὲν πρὸσ ἀνδρείαν οὐδ’ εὐψυχίαν ἐπιδιδόναι, τοὺσ δὲ τὴν πυγμὴν καὶ τὰ τοιαῦτ’ ἀσκήσαντασ πρὸσ τῷ σώματι καὶ τὴν γνώμην διαφθείρεσθαι, τὸ σεμνότατον καὶ κάλλιστον τῶν ἀγωνισμάτων καὶ μάλιστα πρὸσ τὴν σεαυτοῦ φύσιν ἁρμόττον ἐξελέξω, τῇ μὲν συνηθείᾳ τῶν ὅπλων καὶ τῇ τῶν δρόμων φιλοπονίᾳ τοῖσ ἐν τῷ πολέμῳ συμβαίνουσιν ὡμοιωμένον, τῇ δὲ μεγαλοπρεπείᾳ καὶ τῇ σεμνότητι τῆσ παρασκευῆσ πρὸσ τὴν τῶν θεῶν δύναμιν εἰκασμένον, πρὸσ δὲ τούτοισ ἡδίστην μὲν θέαν ἔχον, ἐκ πλείστων δὲ καὶ παντο‐ δαπῶν συγκείμενον, μεγίστων δ’ ἄθλων ἠξιωμένον· (Demosthenes, Speeches 51-61, 29:1)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 29:1)

  • πυγμὴν δὲ καὶ παγκράτιον ἀγωνίζεσθαι ἐκώλυσεν, ἵνα μηδὲ παίζοντεσ ἀπαυδᾶν ἐθίζωνται. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 41)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 41)

  • πυγμὴν δὲ καὶ παγκράτιον ἀγωνίζεσθαι ἐκώλυσεν, ἵνα μηδὲ παίζοντεσ ἀπαυδᾶν ἐθίζωνται. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 41)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 41)

유의어

  1. 권투

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION