헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προστεκταίνομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προστεκταίνομαι

형태분석: προς (접두사) + τεκταίν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to add of oneself

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστεκταίνομαι

προστεκταίνει, προστεκταίνῃ

προστεκταίνεται

쌍수 προστεκταίνεσθον

προστεκταίνεσθον

복수 προστεκταινόμεθα

προστεκταίνεσθε

προστεκταίνονται

접속법단수 προστεκταίνωμαι

προστεκταίνῃ

προστεκταίνηται

쌍수 προστεκταίνησθον

προστεκταίνησθον

복수 προστεκταινώμεθα

προστεκταίνησθε

προστεκταίνωνται

기원법단수 προστεκταινοίμην

προστεκταίνοιο

προστεκταίνοιτο

쌍수 προστεκταίνοισθον

προστεκταινοίσθην

복수 προστεκταινοίμεθα

προστεκταίνοισθε

προστεκταίνοιντο

명령법단수 προστεκταίνου

προστεκταινέσθω

쌍수 προστεκταίνεσθον

προστεκταινέσθων

복수 προστεκταίνεσθε

προστεκταινέσθων, προστεκταινέσθωσαν

부정사 προστεκταίνεσθαι

분사 남성여성중성
προστεκταινομενος

προστεκταινομενου

προστεκταινομενη

προστεκταινομενης

προστεκταινομενον

προστεκταινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to add of oneself

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION