헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσονομάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσονομάζω προσονομάσω

형태분석: προς (접두사) + ὀνομάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 주다, 부르다, 연회를 베풀다, 이름을 부르다
  1. to call by a name, to give, the name

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσονομάζω

(나는) 준다

προσονομάζεις

(너는) 준다

προσονομάζει

(그는) 준다

쌍수 προσονομάζετον

(너희 둘은) 준다

προσονομάζετον

(그 둘은) 준다

복수 προσονομάζομεν

(우리는) 준다

προσονομάζετε

(너희는) 준다

προσονομάζουσιν*

(그들은) 준다

접속법단수 προσονομάζω

(나는) 주자

προσονομάζῃς

(너는) 주자

προσονομάζῃ

(그는) 주자

쌍수 προσονομάζητον

(너희 둘은) 주자

προσονομάζητον

(그 둘은) 주자

복수 προσονομάζωμεν

(우리는) 주자

προσονομάζητε

(너희는) 주자

προσονομάζωσιν*

(그들은) 주자

기원법단수 προσονομάζοιμι

(나는) 주기를 (바라다)

προσονομάζοις

(너는) 주기를 (바라다)

προσονομάζοι

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 προσονομάζοιτον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

προσονομαζοίτην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 προσονομάζοιμεν

(우리는) 주기를 (바라다)

προσονομάζοιτε

(너희는) 주기를 (바라다)

προσονομάζοιεν

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 προσονόμαζε

(너는) 주어라

προσονομαζέτω

(그는) 주어라

쌍수 προσονομάζετον

(너희 둘은) 주어라

προσονομαζέτων

(그 둘은) 주어라

복수 προσονομάζετε

(너희는) 주어라

προσονομαζόντων, προσονομαζέτωσαν

(그들은) 주어라

부정사 προσονομάζειν

주는 것

분사 남성여성중성
προσονομαζων

προσονομαζοντος

προσονομαζουσα

προσονομαζουσης

προσονομαζον

προσονομαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσονομάζομαι

(나는) 주어진다

προσονομάζει, προσονομάζῃ

(너는) 주어진다

προσονομάζεται

(그는) 주어진다

쌍수 προσονομάζεσθον

(너희 둘은) 주어진다

προσονομάζεσθον

(그 둘은) 주어진다

복수 προσονομαζόμεθα

(우리는) 주어진다

προσονομάζεσθε

(너희는) 주어진다

προσονομάζονται

(그들은) 주어진다

접속법단수 προσονομάζωμαι

(나는) 주어지자

προσονομάζῃ

(너는) 주어지자

προσονομάζηται

(그는) 주어지자

쌍수 προσονομάζησθον

(너희 둘은) 주어지자

προσονομάζησθον

(그 둘은) 주어지자

복수 προσονομαζώμεθα

(우리는) 주어지자

προσονομάζησθε

(너희는) 주어지자

προσονομάζωνται

(그들은) 주어지자

기원법단수 προσονομαζοίμην

(나는) 주어지기를 (바라다)

προσονομάζοιο

(너는) 주어지기를 (바라다)

προσονομάζοιτο

(그는) 주어지기를 (바라다)

쌍수 προσονομάζοισθον

(너희 둘은) 주어지기를 (바라다)

προσονομαζοίσθην

(그 둘은) 주어지기를 (바라다)

복수 προσονομαζοίμεθα

(우리는) 주어지기를 (바라다)

προσονομάζοισθε

(너희는) 주어지기를 (바라다)

προσονομάζοιντο

(그들은) 주어지기를 (바라다)

명령법단수 προσονομάζου

(너는) 주어져라

προσονομαζέσθω

(그는) 주어져라

쌍수 προσονομάζεσθον

(너희 둘은) 주어져라

προσονομαζέσθων

(그 둘은) 주어져라

복수 προσονομάζεσθε

(너희는) 주어져라

προσονομαζέσθων, προσονομαζέσθωσαν

(그들은) 주어져라

부정사 προσονομάζεσθαι

주어지는 것

분사 남성여성중성
προσονομαζομενος

προσονομαζομενου

προσονομαζομενη

προσονομαζομενης

προσονομαζομενον

προσονομαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσονομάσω

(나는) 주겠다

προσονομάσεις

(너는) 주겠다

προσονομάσει

(그는) 주겠다

쌍수 προσονομάσετον

(너희 둘은) 주겠다

προσονομάσετον

(그 둘은) 주겠다

복수 προσονομάσομεν

(우리는) 주겠다

προσονομάσετε

(너희는) 주겠다

προσονομάσουσιν*

(그들은) 주겠다

기원법단수 προσονομάσοιμι

(나는) 주겠기를 (바라다)

προσονομάσοις

(너는) 주겠기를 (바라다)

προσονομάσοι

(그는) 주겠기를 (바라다)

쌍수 προσονομάσοιτον

(너희 둘은) 주겠기를 (바라다)

προσονομασοίτην

(그 둘은) 주겠기를 (바라다)

복수 προσονομάσοιμεν

(우리는) 주겠기를 (바라다)

προσονομάσοιτε

(너희는) 주겠기를 (바라다)

προσονομάσοιεν

(그들은) 주겠기를 (바라다)

부정사 προσονομάσειν

줄 것

분사 남성여성중성
προσονομασων

προσονομασοντος

προσονομασουσα

προσονομασουσης

προσονομασον

προσονομασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσονομάσομαι

(나는) 주어지겠다

προσονομάσει, προσονομάσῃ

(너는) 주어지겠다

προσονομάσεται

(그는) 주어지겠다

쌍수 προσονομάσεσθον

(너희 둘은) 주어지겠다

προσονομάσεσθον

(그 둘은) 주어지겠다

복수 προσονομασόμεθα

(우리는) 주어지겠다

προσονομάσεσθε

(너희는) 주어지겠다

προσονομάσονται

(그들은) 주어지겠다

기원법단수 προσονομασοίμην

(나는) 주어지겠기를 (바라다)

προσονομάσοιο

(너는) 주어지겠기를 (바라다)

προσονομάσοιτο

(그는) 주어지겠기를 (바라다)

쌍수 προσονομάσοισθον

(너희 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

προσονομασοίσθην

(그 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

복수 προσονομασοίμεθα

(우리는) 주어지겠기를 (바라다)

προσονομάσοισθε

(너희는) 주어지겠기를 (바라다)

προσονομάσοιντο

(그들은) 주어지겠기를 (바라다)

부정사 προσονομάσεσθαι

주어질 것

분사 남성여성중성
προσονομασομενος

προσονομασομενου

προσονομασομενη

προσονομασομενης

προσονομασομενον

προσονομασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσώνομαζον

(나는) 주고 있었다

προσώνομαζες

(너는) 주고 있었다

προσώνομαζεν*

(그는) 주고 있었다

쌍수 προσωνο͂μαζετον

(너희 둘은) 주고 있었다

προσωνόμαζετην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 προσωνο͂μαζομεν

(우리는) 주고 있었다

προσωνο͂μαζετε

(너희는) 주고 있었다

προσώνομαζον

(그들은) 주고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσωνόμαζομην

(나는) 주어지고 있었다

προσωνο͂μαζου

(너는) 주어지고 있었다

προσωνο͂μαζετο

(그는) 주어지고 있었다

쌍수 προσωνο͂μαζεσθον

(너희 둘은) 주어지고 있었다

προσωνόμαζεσθην

(그 둘은) 주어지고 있었다

복수 προσωνόμαζομεθα

(우리는) 주어지고 있었다

προσωνο͂μαζεσθε

(너희는) 주어지고 있었다

προσωνο͂μαζοντο

(그들은) 주어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 주다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION