헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρονομάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρονομάζω παρονομάσω

형태분석: παρ (접두사) + ὀνομάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to alter slightly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρονομάζω

παρονομάζεις

παρονομάζει

쌍수 παρονομάζετον

παρονομάζετον

복수 παρονομάζομεν

παρονομάζετε

παρονομάζουσιν*

접속법단수 παρονομάζω

παρονομάζῃς

παρονομάζῃ

쌍수 παρονομάζητον

παρονομάζητον

복수 παρονομάζωμεν

παρονομάζητε

παρονομάζωσιν*

기원법단수 παρονομάζοιμι

παρονομάζοις

παρονομάζοι

쌍수 παρονομάζοιτον

παρονομαζοίτην

복수 παρονομάζοιμεν

παρονομάζοιτε

παρονομάζοιεν

명령법단수 παρονόμαζε

παρονομαζέτω

쌍수 παρονομάζετον

παρονομαζέτων

복수 παρονομάζετε

παρονομαζόντων, παρονομαζέτωσαν

부정사 παρονομάζειν

분사 남성여성중성
παρονομαζων

παρονομαζοντος

παρονομαζουσα

παρονομαζουσης

παρονομαζον

παρονομαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρονομάζομαι

παρονομάζει, παρονομάζῃ

παρονομάζεται

쌍수 παρονομάζεσθον

παρονομάζεσθον

복수 παρονομαζόμεθα

παρονομάζεσθε

παρονομάζονται

접속법단수 παρονομάζωμαι

παρονομάζῃ

παρονομάζηται

쌍수 παρονομάζησθον

παρονομάζησθον

복수 παρονομαζώμεθα

παρονομάζησθε

παρονομάζωνται

기원법단수 παρονομαζοίμην

παρονομάζοιο

παρονομάζοιτο

쌍수 παρονομάζοισθον

παρονομαζοίσθην

복수 παρονομαζοίμεθα

παρονομάζοισθε

παρονομάζοιντο

명령법단수 παρονομάζου

παρονομαζέσθω

쌍수 παρονομάζεσθον

παρονομαζέσθων

복수 παρονομάζεσθε

παρονομαζέσθων, παρονομαζέσθωσαν

부정사 παρονομάζεσθαι

분사 남성여성중성
παρονομαζομενος

παρονομαζομενου

παρονομαζομενη

παρονομαζομενης

παρονομαζομενον

παρονομαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρονομάσω

παρονομάσεις

παρονομάσει

쌍수 παρονομάσετον

παρονομάσετον

복수 παρονομάσομεν

παρονομάσετε

παρονομάσουσιν*

기원법단수 παρονομάσοιμι

παρονομάσοις

παρονομάσοι

쌍수 παρονομάσοιτον

παρονομασοίτην

복수 παρονομάσοιμεν

παρονομάσοιτε

παρονομάσοιεν

부정사 παρονομάσειν

분사 남성여성중성
παρονομασων

παρονομασοντος

παρονομασουσα

παρονομασουσης

παρονομασον

παρονομασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρονομάσομαι

παρονομάσει, παρονομάσῃ

παρονομάσεται

쌍수 παρονομάσεσθον

παρονομάσεσθον

복수 παρονομασόμεθα

παρονομάσεσθε

παρονομάσονται

기원법단수 παρονομασοίμην

παρονομάσοιο

παρονομάσοιτο

쌍수 παρονομάσοισθον

παρονομασοίσθην

복수 παρονομασοίμεθα

παρονομάσοισθε

παρονομάσοιντο

부정사 παρονομάσεσθαι

분사 남성여성중성
παρονομασομενος

παρονομασομενου

παρονομασομενη

παρονομασομενης

παρονομασομενον

παρονομασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ οὖν Ἀλύβη ποῦ ἢ Ἀλόπη ἢ ὅπωσ βούλονται παρονομάζειν; (Strabo, Geography, Book 13, chapter 1 73:7)

    (스트라본, 지리학, Book 13, chapter 1 73:7)

유의어

  1. to alter slightly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION