헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσνεύω προσνεύσω

형태분석: προς (접두사) + νεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끄덕이다, 동의하다, 찬성하다
  1. to nod to, assent

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσνεύω

(나는) 끄덕인다

προσνεύεις

(너는) 끄덕인다

προσνεύει

(그는) 끄덕인다

쌍수 προσνεύετον

(너희 둘은) 끄덕인다

προσνεύετον

(그 둘은) 끄덕인다

복수 προσνεύομεν

(우리는) 끄덕인다

προσνεύετε

(너희는) 끄덕인다

προσνεύουσιν*

(그들은) 끄덕인다

접속법단수 προσνεύω

(나는) 끄덕이자

προσνεύῃς

(너는) 끄덕이자

προσνεύῃ

(그는) 끄덕이자

쌍수 προσνεύητον

(너희 둘은) 끄덕이자

προσνεύητον

(그 둘은) 끄덕이자

복수 προσνεύωμεν

(우리는) 끄덕이자

προσνεύητε

(너희는) 끄덕이자

προσνεύωσιν*

(그들은) 끄덕이자

기원법단수 προσνεύοιμι

(나는) 끄덕이기를 (바라다)

προσνεύοις

(너는) 끄덕이기를 (바라다)

προσνεύοι

(그는) 끄덕이기를 (바라다)

쌍수 προσνεύοιτον

(너희 둘은) 끄덕이기를 (바라다)

προσνευοίτην

(그 둘은) 끄덕이기를 (바라다)

복수 προσνεύοιμεν

(우리는) 끄덕이기를 (바라다)

προσνεύοιτε

(너희는) 끄덕이기를 (바라다)

προσνεύοιεν

(그들은) 끄덕이기를 (바라다)

명령법단수 προσνεύε

(너는) 끄덕여라

προσνευέτω

(그는) 끄덕여라

쌍수 προσνεύετον

(너희 둘은) 끄덕여라

προσνευέτων

(그 둘은) 끄덕여라

복수 προσνεύετε

(너희는) 끄덕여라

προσνευόντων, προσνευέτωσαν

(그들은) 끄덕여라

부정사 προσνεύειν

끄덕이는 것

분사 남성여성중성
προσνευων

προσνευοντος

προσνευουσα

προσνευουσης

προσνευον

προσνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσνεύομαι

(나는) 끄덕여진다

προσνεύει, προσνεύῃ

(너는) 끄덕여진다

προσνεύεται

(그는) 끄덕여진다

쌍수 προσνεύεσθον

(너희 둘은) 끄덕여진다

προσνεύεσθον

(그 둘은) 끄덕여진다

복수 προσνευόμεθα

(우리는) 끄덕여진다

προσνεύεσθε

(너희는) 끄덕여진다

προσνεύονται

(그들은) 끄덕여진다

접속법단수 προσνεύωμαι

(나는) 끄덕여지자

προσνεύῃ

(너는) 끄덕여지자

προσνεύηται

(그는) 끄덕여지자

쌍수 προσνεύησθον

(너희 둘은) 끄덕여지자

προσνεύησθον

(그 둘은) 끄덕여지자

복수 προσνευώμεθα

(우리는) 끄덕여지자

προσνεύησθε

(너희는) 끄덕여지자

προσνεύωνται

(그들은) 끄덕여지자

기원법단수 προσνευοίμην

(나는) 끄덕여지기를 (바라다)

προσνεύοιο

(너는) 끄덕여지기를 (바라다)

προσνεύοιτο

(그는) 끄덕여지기를 (바라다)

쌍수 προσνεύοισθον

(너희 둘은) 끄덕여지기를 (바라다)

προσνευοίσθην

(그 둘은) 끄덕여지기를 (바라다)

복수 προσνευοίμεθα

(우리는) 끄덕여지기를 (바라다)

προσνεύοισθε

(너희는) 끄덕여지기를 (바라다)

προσνεύοιντο

(그들은) 끄덕여지기를 (바라다)

명령법단수 προσνεύου

(너는) 끄덕여져라

προσνευέσθω

(그는) 끄덕여져라

쌍수 προσνεύεσθον

(너희 둘은) 끄덕여져라

προσνευέσθων

(그 둘은) 끄덕여져라

복수 προσνεύεσθε

(너희는) 끄덕여져라

προσνευέσθων, προσνευέσθωσαν

(그들은) 끄덕여져라

부정사 προσνεύεσθαι

끄덕여지는 것

분사 남성여성중성
προσνευομενος

προσνευομενου

προσνευομενη

προσνευομενης

προσνευομενον

προσνευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσνεύσω

(나는) 끄덕이겠다

προσνεύσεις

(너는) 끄덕이겠다

προσνεύσει

(그는) 끄덕이겠다

쌍수 προσνεύσετον

(너희 둘은) 끄덕이겠다

προσνεύσετον

(그 둘은) 끄덕이겠다

복수 προσνεύσομεν

(우리는) 끄덕이겠다

προσνεύσετε

(너희는) 끄덕이겠다

προσνεύσουσιν*

(그들은) 끄덕이겠다

기원법단수 προσνεύσοιμι

(나는) 끄덕이겠기를 (바라다)

προσνεύσοις

(너는) 끄덕이겠기를 (바라다)

προσνεύσοι

(그는) 끄덕이겠기를 (바라다)

쌍수 προσνεύσοιτον

(너희 둘은) 끄덕이겠기를 (바라다)

προσνευσοίτην

(그 둘은) 끄덕이겠기를 (바라다)

복수 προσνεύσοιμεν

(우리는) 끄덕이겠기를 (바라다)

προσνεύσοιτε

(너희는) 끄덕이겠기를 (바라다)

προσνεύσοιεν

(그들은) 끄덕이겠기를 (바라다)

부정사 προσνεύσειν

끄덕일 것

분사 남성여성중성
προσνευσων

προσνευσοντος

προσνευσουσα

προσνευσουσης

προσνευσον

προσνευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσνεύσομαι

(나는) 끄덕여지겠다

προσνεύσει, προσνεύσῃ

(너는) 끄덕여지겠다

προσνεύσεται

(그는) 끄덕여지겠다

쌍수 προσνεύσεσθον

(너희 둘은) 끄덕여지겠다

προσνεύσεσθον

(그 둘은) 끄덕여지겠다

복수 προσνευσόμεθα

(우리는) 끄덕여지겠다

προσνεύσεσθε

(너희는) 끄덕여지겠다

προσνεύσονται

(그들은) 끄덕여지겠다

기원법단수 προσνευσοίμην

(나는) 끄덕여지겠기를 (바라다)

προσνεύσοιο

(너는) 끄덕여지겠기를 (바라다)

προσνεύσοιτο

(그는) 끄덕여지겠기를 (바라다)

쌍수 προσνεύσοισθον

(너희 둘은) 끄덕여지겠기를 (바라다)

προσνευσοίσθην

(그 둘은) 끄덕여지겠기를 (바라다)

복수 προσνευσοίμεθα

(우리는) 끄덕여지겠기를 (바라다)

προσνεύσοισθε

(너희는) 끄덕여지겠기를 (바라다)

προσνεύσοιντο

(그들은) 끄덕여지겠기를 (바라다)

부정사 προσνεύσεσθαι

끄덕여질 것

분사 남성여성중성
προσνευσομενος

προσνευσομενου

προσνευσομενη

προσνευσομενης

προσνευσομενον

προσνευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσένευον

(나는) 끄덕이고 있었다

προσένευες

(너는) 끄덕이고 있었다

προσένευεν*

(그는) 끄덕이고 있었다

쌍수 προσενεύετον

(너희 둘은) 끄덕이고 있었다

προσενευέτην

(그 둘은) 끄덕이고 있었다

복수 προσενεύομεν

(우리는) 끄덕이고 있었다

προσενεύετε

(너희는) 끄덕이고 있었다

προσένευον

(그들은) 끄덕이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσενευόμην

(나는) 끄덕여지고 있었다

προσενεύου

(너는) 끄덕여지고 있었다

προσενεύετο

(그는) 끄덕여지고 있었다

쌍수 προσενεύεσθον

(너희 둘은) 끄덕여지고 있었다

προσενευέσθην

(그 둘은) 끄덕여지고 있었다

복수 προσενευόμεθα

(우리는) 끄덕여지고 있었다

προσενεύεσθε

(너희는) 끄덕여지고 있었다

προσενεύοντο

(그들은) 끄덕여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ μέγιστον δίαρμα τοῦ πελάγουσ τούτου τὸ ἀπὸ τῆσ Εὐρώπησ ἐπὶ τὴν Λιβύην πεντακισχιλίων που σταδίων λέγουσιν ἀπὸ τοῦ μυχοῦ τοῦ Γαλατικοῦ κόλπου, δοκεῖ μοι πεπλανημένωσ λέγεσθαι τοῦτο, ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῦτο τὸ μέροσ προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον καὶ συνάπτειν τῷ διὰ τῶν στηλῶν παραλλήλῳ. (Strabo, Geography, book 2, chapter 4 6:10)

    (스트라본, 지리학, book 2, chapter 4 6:10)

  • αὐτὸ δὲ καθ’ αὑτὸ ἱκανῶσ συνέσταλται, προσνεύει δὲ ἐπὶ τὸ Αἰγαῖον πέλαγοσ, ὅθεν αὐτῷ καὶ τοὔνομα· (Strabo, Geography, Book 13, chapter 1 115:7)

    (스트라본, 지리학, Book 13, chapter 1 115:7)

유의어

  1. 끄덕이다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION