헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσερίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσερίζω προσερίσω

형태분석: προς (접두사) + ἐρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to strive with or against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερίζω

προσερίζεις

προσερίζει

쌍수 προσερίζετον

προσερίζετον

복수 προσερίζομεν

προσερίζετε

προσερίζουσιν*

접속법단수 προσερίζω

προσερίζῃς

προσερίζῃ

쌍수 προσερίζητον

προσερίζητον

복수 προσερίζωμεν

προσερίζητε

προσερίζωσιν*

기원법단수 προσερίζοιμι

προσερίζοις

προσερίζοι

쌍수 προσερίζοιτον

προσεριζοίτην

복수 προσερίζοιμεν

προσερίζοιτε

προσερίζοιεν

명령법단수 προσέριζε

προσεριζέτω

쌍수 προσερίζετον

προσεριζέτων

복수 προσερίζετε

προσεριζόντων, προσεριζέτωσαν

부정사 προσερίζειν

분사 남성여성중성
προσεριζων

προσεριζοντος

προσεριζουσα

προσεριζουσης

προσεριζον

προσεριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερίζομαι

προσερίζει, προσερίζῃ

προσερίζεται

쌍수 προσερίζεσθον

προσερίζεσθον

복수 προσεριζόμεθα

προσερίζεσθε

προσερίζονται

접속법단수 προσερίζωμαι

προσερίζῃ

προσερίζηται

쌍수 προσερίζησθον

προσερίζησθον

복수 προσεριζώμεθα

προσερίζησθε

προσερίζωνται

기원법단수 προσεριζοίμην

προσερίζοιο

προσερίζοιτο

쌍수 προσερίζοισθον

προσεριζοίσθην

복수 προσεριζοίμεθα

προσερίζοισθε

προσερίζοιντο

명령법단수 προσερίζου

προσεριζέσθω

쌍수 προσερίζεσθον

προσεριζέσθων

복수 προσερίζεσθε

προσεριζέσθων, προσεριζέσθωσαν

부정사 προσερίζεσθαι

분사 남성여성중성
προσεριζομενος

προσεριζομενου

προσεριζομενη

προσεριζομενης

προσεριζομενον

προσεριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερίσω

προσερίσεις

προσερίσει

쌍수 προσερίσετον

προσερίσετον

복수 προσερίσομεν

προσερίσετε

προσερίσουσιν*

기원법단수 προσερίσοιμι

προσερίσοις

προσερίσοι

쌍수 προσερίσοιτον

προσερισοίτην

복수 προσερίσοιμεν

προσερίσοιτε

προσερίσοιεν

부정사 προσερίσειν

분사 남성여성중성
προσερισων

προσερισοντος

προσερισουσα

προσερισουσης

προσερισον

προσερισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερίσομαι

προσερίσει, προσερίσῃ

προσερίσεται

쌍수 προσερίσεσθον

προσερίσεσθον

복수 προσερισόμεθα

προσερίσεσθε

προσερίσονται

기원법단수 προσερισοίμην

προσερίσοιο

προσερίσοιτο

쌍수 προσερίσοισθον

προσερισοίσθην

복수 προσερισοίμεθα

προσερίσοισθε

προσερίσοιντο

부정사 προσερίσεσθαι

분사 남성여성중성
προσερισομενος

προσερισομενου

προσερισομενη

προσερισομενης

προσερισομενον

προσερισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to strive with or against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION