헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεμβλέπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεμβλέπω προσεμβλέψω

형태분석: προς (접두사) + ἐμ (접두사) + βλέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to look into besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεμβλέπω

προσεμβλέπεις

προσεμβλέπει

쌍수 προσεμβλέπετον

προσεμβλέπετον

복수 προσεμβλέπομεν

προσεμβλέπετε

προσεμβλέπουσιν*

접속법단수 προσεμβλέπω

προσεμβλέπῃς

προσεμβλέπῃ

쌍수 προσεμβλέπητον

προσεμβλέπητον

복수 προσεμβλέπωμεν

προσεμβλέπητε

προσεμβλέπωσιν*

기원법단수 προσεμβλέποιμι

προσεμβλέποις

προσεμβλέποι

쌍수 προσεμβλέποιτον

προσεμβλεποίτην

복수 προσεμβλέποιμεν

προσεμβλέποιτε

προσεμβλέποιεν

명령법단수 προσεμβλέπε

προσεμβλεπέτω

쌍수 προσεμβλέπετον

προσεμβλεπέτων

복수 προσεμβλέπετε

προσεμβλεπόντων, προσεμβλεπέτωσαν

부정사 προσεμβλέπειν

분사 남성여성중성
προσεμβλεπων

προσεμβλεποντος

προσεμβλεπουσα

προσεμβλεπουσης

προσεμβλεπον

προσεμβλεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεμβλέπομαι

προσεμβλέπει, προσεμβλέπῃ

προσεμβλέπεται

쌍수 προσεμβλέπεσθον

προσεμβλέπεσθον

복수 προσεμβλεπόμεθα

προσεμβλέπεσθε

προσεμβλέπονται

접속법단수 προσεμβλέπωμαι

προσεμβλέπῃ

προσεμβλέπηται

쌍수 προσεμβλέπησθον

προσεμβλέπησθον

복수 προσεμβλεπώμεθα

προσεμβλέπησθε

προσεμβλέπωνται

기원법단수 προσεμβλεποίμην

προσεμβλέποιο

προσεμβλέποιτο

쌍수 προσεμβλέποισθον

προσεμβλεποίσθην

복수 προσεμβλεποίμεθα

προσεμβλέποισθε

προσεμβλέποιντο

명령법단수 προσεμβλέπου

προσεμβλεπέσθω

쌍수 προσεμβλέπεσθον

προσεμβλεπέσθων

복수 προσεμβλέπεσθε

προσεμβλεπέσθων, προσεμβλεπέσθωσαν

부정사 προσεμβλέπεσθαι

분사 남성여성중성
προσεμβλεπομενος

προσεμβλεπομενου

προσεμβλεπομενη

προσεμβλεπομενης

προσεμβλεπομενον

προσεμβλεπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεμβλέψω

προσεμβλέψεις

προσεμβλέψει

쌍수 προσεμβλέψετον

προσεμβλέψετον

복수 προσεμβλέψομεν

προσεμβλέψετε

προσεμβλέψουσιν*

기원법단수 προσεμβλέψοιμι

προσεμβλέψοις

προσεμβλέψοι

쌍수 προσεμβλέψοιτον

προσεμβλεψοίτην

복수 προσεμβλέψοιμεν

προσεμβλέψοιτε

προσεμβλέψοιεν

부정사 προσεμβλέψειν

분사 남성여성중성
προσεμβλεψων

προσεμβλεψοντος

προσεμβλεψουσα

προσεμβλεψουσης

προσεμβλεψον

προσεμβλεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεμβλέψομαι

προσεμβλέψει, προσεμβλέψῃ

προσεμβλέψεται

쌍수 προσεμβλέψεσθον

προσεμβλέψεσθον

복수 προσεμβλεψόμεθα

προσεμβλέψεσθε

προσεμβλέψονται

기원법단수 προσεμβλεψοίμην

προσεμβλέψοιο

προσεμβλέψοιτο

쌍수 προσεμβλέψοισθον

προσεμβλεψοίσθην

복수 προσεμβλεψοίμεθα

προσεμβλέψοισθε

προσεμβλέψοιντο

부정사 προσεμβλέψεσθαι

분사 남성여성중성
προσεμβλεψομενος

προσεμβλεψομενου

προσεμβλεψομενη

προσεμβλεψομενης

προσεμβλεψομενον

προσεμβλεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to look into besides

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION