헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεκτίλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεκτίλλω προσεκτιλῶ

형태분석: προς (접두사) + ἐκ (접두사) + τίλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pluck out besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτίλλω

προσεκτίλλεις

προσεκτίλλει

쌍수 προσεκτίλλετον

προσεκτίλλετον

복수 προσεκτίλλομεν

προσεκτίλλετε

προσεκτίλλουσιν*

접속법단수 προσεκτίλλω

προσεκτίλλῃς

προσεκτίλλῃ

쌍수 προσεκτίλλητον

προσεκτίλλητον

복수 προσεκτίλλωμεν

προσεκτίλλητε

προσεκτίλλωσιν*

기원법단수 προσεκτίλλοιμι

προσεκτίλλοις

προσεκτίλλοι

쌍수 προσεκτίλλοιτον

προσεκτιλλοίτην

복수 προσεκτίλλοιμεν

προσεκτίλλοιτε

προσεκτίλλοιεν

명령법단수 προσεκτίλλε

προσεκτιλλέτω

쌍수 προσεκτίλλετον

προσεκτιλλέτων

복수 προσεκτίλλετε

προσεκτιλλόντων, προσεκτιλλέτωσαν

부정사 προσεκτίλλειν

분사 남성여성중성
προσεκτιλλων

προσεκτιλλοντος

προσεκτιλλουσα

προσεκτιλλουσης

προσεκτιλλον

προσεκτιλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτίλλομαι

προσεκτίλλει, προσεκτίλλῃ

προσεκτίλλεται

쌍수 προσεκτίλλεσθον

προσεκτίλλεσθον

복수 προσεκτιλλόμεθα

προσεκτίλλεσθε

προσεκτίλλονται

접속법단수 προσεκτίλλωμαι

προσεκτίλλῃ

προσεκτίλληται

쌍수 προσεκτίλλησθον

προσεκτίλλησθον

복수 προσεκτιλλώμεθα

προσεκτίλλησθε

προσεκτίλλωνται

기원법단수 προσεκτιλλοίμην

προσεκτίλλοιο

προσεκτίλλοιτο

쌍수 προσεκτίλλοισθον

προσεκτιλλοίσθην

복수 προσεκτιλλοίμεθα

προσεκτίλλοισθε

προσεκτίλλοιντο

명령법단수 προσεκτίλλου

προσεκτιλλέσθω

쌍수 προσεκτίλλεσθον

προσεκτιλλέσθων

복수 προσεκτίλλεσθε

προσεκτιλλέσθων, προσεκτιλλέσθωσαν

부정사 προσεκτίλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσεκτιλλομενος

προσεκτιλλομενου

προσεκτιλλομενη

προσεκτιλλομενης

προσεκτιλλομενον

προσεκτιλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτιλῶ

προσεκτιλεῖς

προσεκτιλεῖ

쌍수 προσεκτιλεῖτον

προσεκτιλεῖτον

복수 προσεκτιλοῦμεν

προσεκτιλεῖτε

προσεκτιλοῦσιν*

기원법단수 προσεκτιλοῖμι

προσεκτιλοῖς

προσεκτιλοῖ

쌍수 προσεκτιλοῖτον

προσεκτιλοίτην

복수 προσεκτιλοῖμεν

προσεκτιλοῖτε

προσεκτιλοῖεν

부정사 προσεκτιλεῖν

분사 남성여성중성
προσεκτιλων

προσεκτιλουντος

προσεκτιλουσα

προσεκτιλουσης

προσεκτιλουν

προσεκτιλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτιλοῦμαι

προσεκτιλεῖ, προσεκτιλῇ

προσεκτιλεῖται

쌍수 προσεκτιλεῖσθον

προσεκτιλεῖσθον

복수 προσεκτιλούμεθα

προσεκτιλεῖσθε

προσεκτιλοῦνται

기원법단수 προσεκτιλοίμην

προσεκτιλοῖο

προσεκτιλοῖτο

쌍수 προσεκτιλοῖσθον

προσεκτιλοίσθην

복수 προσεκτιλοίμεθα

προσεκτιλοῖσθε

προσεκτιλοῖντο

부정사 προσεκτιλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προσεκτιλουμενος

προσεκτιλουμενου

προσεκτιλουμενη

προσεκτιλουμενης

προσεκτιλουμενον

προσεκτιλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἅτε γὰρ ὢν γενναῖοσ ὑπό <τε> συκοφαντῶν τίλλεται, αἵ τε θήλειαι προσεκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά. (Aristophanes, Birds, Parodos, lyric27)

    (아리스토파네스, Birds, Parodos, lyric27)

유의어

  1. to pluck out besides

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION