Ancient Greek-English Dictionary Language

προλαλέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προλαλέω προλαλήσω

Structure: προ (Prefix) + λαλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to prate before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προλαλῶ προλαλεῖς προλαλεῖ
Dual προλαλεῖτον προλαλεῖτον
Plural προλαλοῦμεν προλαλεῖτε προλαλοῦσιν*
SubjunctiveSingular προλαλῶ προλαλῇς προλαλῇ
Dual προλαλῆτον προλαλῆτον
Plural προλαλῶμεν προλαλῆτε προλαλῶσιν*
OptativeSingular προλαλοῖμι προλαλοῖς προλαλοῖ
Dual προλαλοῖτον προλαλοίτην
Plural προλαλοῖμεν προλαλοῖτε προλαλοῖεν
ImperativeSingular προλάλει προλαλείτω
Dual προλαλεῖτον προλαλείτων
Plural προλαλεῖτε προλαλούντων, προλαλείτωσαν
Infinitive προλαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
προλαλων προλαλουντος προλαλουσα προλαλουσης προλαλουν προλαλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προλαλοῦμαι προλαλεῖ, προλαλῇ προλαλεῖται
Dual προλαλεῖσθον προλαλεῖσθον
Plural προλαλούμεθα προλαλεῖσθε προλαλοῦνται
SubjunctiveSingular προλαλῶμαι προλαλῇ προλαλῆται
Dual προλαλῆσθον προλαλῆσθον
Plural προλαλώμεθα προλαλῆσθε προλαλῶνται
OptativeSingular προλαλοίμην προλαλοῖο προλαλοῖτο
Dual προλαλοῖσθον προλαλοίσθην
Plural προλαλοίμεθα προλαλοῖσθε προλαλοῖντο
ImperativeSingular προλαλοῦ προλαλείσθω
Dual προλαλεῖσθον προλαλείσθων
Plural προλαλεῖσθε προλαλείσθων, προλαλείσθωσαν
Infinitive προλαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προλαλουμενος προλαλουμενου προλαλουμενη προλαλουμενης προλαλουμενον προλαλουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προλαλήσω προλαλήσεις προλαλήσει
Dual προλαλήσετον προλαλήσετον
Plural προλαλήσομεν προλαλήσετε προλαλήσουσιν*
OptativeSingular προλαλήσοιμι προλαλήσοις προλαλήσοι
Dual προλαλήσοιτον προλαλησοίτην
Plural προλαλήσοιμεν προλαλήσοιτε προλαλήσοιεν
Infinitive προλαλήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προλαλησων προλαλησοντος προλαλησουσα προλαλησουσης προλαλησον προλαλησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προλαλήσομαι προλαλήσει, προλαλήσῃ προλαλήσεται
Dual προλαλήσεσθον προλαλήσεσθον
Plural προλαλησόμεθα προλαλήσεσθε προλαλήσονται
OptativeSingular προλαλησοίμην προλαλήσοιο προλαλήσοιτο
Dual προλαλήσοισθον προλαλησοίσθην
Plural προλαλησοίμεθα προλαλήσοισθε προλαλήσοιντο
Infinitive προλαλήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προλαλησομενος προλαλησομενου προλαλησομενη προλαλησομενης προλαλησομενον προλαλησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to prate before

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION