Ancient Greek-English Dictionary Language

προκοπή

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκοπή προκοπῆς

Structure: προκοπ (Stem) + η (Ending)

Etym.: from proko/ptw

Sense

  1. progress in a journey
  2. progress, advancement
  3. improvement

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰσὶ δ’ αἱ μὲν ἀρχαὶ τῆσ φύσεωσ, αἱ δὲ προκοπαὶ τῆσ μαθήσεωσ, αἱ δὲ χρήσεισ τῆσ μελέτησ, αἱ δ’ ἀκρότητεσ πάντων. (Plutarch, De liberis educandis, section 43)
  • τίσ τῶν λόγων, ὦ Σόσσιε Σενεκίων, σώσει τὴν ἑαυτοῦ βελτιουμένου πρὸσ ἀρετὴν συναίσθησιν, εἰ μηδεμίαν αἱ προκοπαὶ ποιοῦσι τῆσ ἀφροσύνησ ἄνεσιν, ἀλλ’ ἴσῳ σταθμῷ πᾶσιν ἡ κακία περιτιθεμένη μολυβδὶσ ὥστε δίκτυον κατέσπασεν; (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 1 1:1)
  • Πυθομένου δέ τινοσ, πῶσ νῦν μᾶλλον ἐκπεπονημένου τοῦ λόγου πρότερον μείζονεσ προκοπαὶ ἦσαν, Κατὰ τί, ἔφη, ἐκπεπόνηται καὶ κατὰ τί μείζουσ αἱ προκοπαὶ τότε ἦσαν; (Epictetus, Works, book 3, 1:1)
  • καθὸ γὰρ νῦν ἐκπεπόνηται, κατὰ τοῦτο καὶ προκοπαὶ νῦν εὑρεθήσονται. (Epictetus, Works, book 3, 2:1)

Synonyms

  1. progress in a journey

  2. progress

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION