헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολιορκέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολιορκέω

형태분석: πολιορκέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: poli/s, ei)/rgw, e(/rkos

  1. 봉쇄하다, 포위하다, 둘러싸다, 감싸다, ~앞에 위치하다, ~에서 야영하다, 몰려들다, 몰아치다
  1. to hem in a city, blockade, beleaguer, besiege, to be besieged, in a state of siege, to be dammed back
  2. to be besieged, pestered

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολιόρκω

(나는) 봉쇄한다

πολιόρκεις

(너는) 봉쇄한다

πολιόρκει

(그는) 봉쇄한다

쌍수 πολιόρκειτον

(너희 둘은) 봉쇄한다

πολιόρκειτον

(그 둘은) 봉쇄한다

복수 πολιόρκουμεν

(우리는) 봉쇄한다

πολιόρκειτε

(너희는) 봉쇄한다

πολιόρκουσιν*

(그들은) 봉쇄한다

접속법단수 πολιόρκω

(나는) 봉쇄하자

πολιόρκῃς

(너는) 봉쇄하자

πολιόρκῃ

(그는) 봉쇄하자

쌍수 πολιόρκητον

(너희 둘은) 봉쇄하자

πολιόρκητον

(그 둘은) 봉쇄하자

복수 πολιόρκωμεν

(우리는) 봉쇄하자

πολιόρκητε

(너희는) 봉쇄하자

πολιόρκωσιν*

(그들은) 봉쇄하자

기원법단수 πολιόρκοιμι

(나는) 봉쇄하기를 (바라다)

πολιόρκοις

(너는) 봉쇄하기를 (바라다)

πολιόρκοι

(그는) 봉쇄하기를 (바라다)

쌍수 πολιόρκοιτον

(너희 둘은) 봉쇄하기를 (바라다)

πολιορκοίτην

(그 둘은) 봉쇄하기를 (바라다)

복수 πολιόρκοιμεν

(우리는) 봉쇄하기를 (바라다)

πολιόρκοιτε

(너희는) 봉쇄하기를 (바라다)

πολιόρκοιεν

(그들은) 봉쇄하기를 (바라다)

명령법단수 πολιο͂ρκει

(너는) 봉쇄해라

πολιορκεῖτω

(그는) 봉쇄해라

쌍수 πολιόρκειτον

(너희 둘은) 봉쇄해라

πολιορκεῖτων

(그 둘은) 봉쇄해라

복수 πολιόρκειτε

(너희는) 봉쇄해라

πολιορκοῦντων, πολιορκεῖτωσαν

(그들은) 봉쇄해라

부정사 πολιόρκειν

봉쇄하는 것

분사 남성여성중성
πολιορκων

πολιορκουντος

πολιορκουσα

πολιορκουσης

πολιορκουν

πολιορκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολιόρκουμαι

(나는) 봉쇄된다

πολιόρκει, πολιόρκῃ

(너는) 봉쇄된다

πολιόρκειται

(그는) 봉쇄된다

쌍수 πολιόρκεισθον

(너희 둘은) 봉쇄된다

πολιόρκεισθον

(그 둘은) 봉쇄된다

복수 πολιορκοῦμεθα

(우리는) 봉쇄된다

πολιόρκεισθε

(너희는) 봉쇄된다

πολιόρκουνται

(그들은) 봉쇄된다

접속법단수 πολιόρκωμαι

(나는) 봉쇄되자

πολιόρκῃ

(너는) 봉쇄되자

πολιόρκηται

(그는) 봉쇄되자

쌍수 πολιόρκησθον

(너희 둘은) 봉쇄되자

πολιόρκησθον

(그 둘은) 봉쇄되자

복수 πολιορκώμεθα

(우리는) 봉쇄되자

πολιόρκησθε

(너희는) 봉쇄되자

πολιόρκωνται

(그들은) 봉쇄되자

기원법단수 πολιορκοίμην

(나는) 봉쇄되기를 (바라다)

πολιόρκοιο

(너는) 봉쇄되기를 (바라다)

πολιόρκοιτο

(그는) 봉쇄되기를 (바라다)

쌍수 πολιόρκοισθον

(너희 둘은) 봉쇄되기를 (바라다)

πολιορκοίσθην

(그 둘은) 봉쇄되기를 (바라다)

복수 πολιορκοίμεθα

(우리는) 봉쇄되기를 (바라다)

πολιόρκοισθε

(너희는) 봉쇄되기를 (바라다)

πολιόρκοιντο

(그들은) 봉쇄되기를 (바라다)

명령법단수 πολιόρκου

(너는) 봉쇄되어라

πολιορκεῖσθω

(그는) 봉쇄되어라

쌍수 πολιόρκεισθον

(너희 둘은) 봉쇄되어라

πολιορκεῖσθων

(그 둘은) 봉쇄되어라

복수 πολιόρκεισθε

(너희는) 봉쇄되어라

πολιορκεῖσθων, πολιορκεῖσθωσαν

(그들은) 봉쇄되어라

부정사 πολιόρκεισθαι

봉쇄되는 것

분사 남성여성중성
πολιορκουμενος

πολιορκουμενου

πολιορκουμενη

πολιορκουμενης

πολιορκουμενον

πολιορκουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολιο͂ρκουν

(나는) 봉쇄하고 있었다

ἐπολιο͂ρκεις

(너는) 봉쇄하고 있었다

ἐπολιο͂ρκειν*

(그는) 봉쇄하고 있었다

쌍수 ἐπολιόρκειτον

(너희 둘은) 봉쇄하고 있었다

ἐπολιορκεῖτην

(그 둘은) 봉쇄하고 있었다

복수 ἐπολιόρκουμεν

(우리는) 봉쇄하고 있었다

ἐπολιόρκειτε

(너희는) 봉쇄하고 있었다

ἐπολιο͂ρκουν

(그들은) 봉쇄하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολιορκοῦμην

(나는) 봉쇄되고 있었다

ἐπολιόρκου

(너는) 봉쇄되고 있었다

ἐπολιόρκειτο

(그는) 봉쇄되고 있었다

쌍수 ἐπολιόρκεισθον

(너희 둘은) 봉쇄되고 있었다

ἐπολιορκεῖσθην

(그 둘은) 봉쇄되고 있었다

복수 ἐπολιορκοῦμεθα

(우리는) 봉쇄되고 있었다

ἐπολιόρκεισθε

(너희는) 봉쇄되고 있었다

ἐπολιόρκουντο

(그들은) 봉쇄되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὅτι ἤγειρε Κύριοσ αὐτοῖσ κριτάσ, καὶ ἦν Κύριοσ μετὰ τοῦ κριτοῦ καὶ ἔσωσεν αὐτοὺσ ἐκ χειρὸσ ἐχθρῶν αὐτῶν πάσασ τὰσ ἡμέρασ τοῦ κριτοῦ, ὅτι παρεκλήθη Κύριοσ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἀπὸ προσώπου τῶν πολιορκούντων αὐτοὺσ καί ἐκθλιβόντων αὐτούσ. (Septuagint, Liber Iudicum 2:18)

    (70인역 성경, 판관기 2:18)

  • ποικίλοσ γὰρ ὢν ὁ πολιτικὸσ ᾧ τρόπῳ τῶν ὄντων ἕκαστον εὔληπτόν ἐστι μεταχειρίσεται, καὶ μέρουσ ἀφέσει πολλάκισ ἔσωσε τὸ πᾶν καὶ μικρῶν ἀποστὰσ μειζόνων ἔτυχεν, ὥσπερ ἐκεῖνοσ ὁ ἀνὴρ τότε τῆσ μὲν ἀλλοτρίασ χώρασ ἀποστὰσ ἔσωσε τὴν ἑαυτοῦ βεβαίωσ ἅπασαν, οἷσ δ’ ἦν μέγα τὴν πόλιν διαφυλάξαι προσεκτήσατο τὸ τῶν πολιορκούντων στρατόπεδον, ἐπιτρέψασ δὲ τῷ πολεμίῳ δικαστῇ γενέσθαι, καὶ περιγενόμενοσ τῇ δίκῃ, προσέλαβεν ὅσα δόντασ ἀγαπητὸν ἦν νικῆσαι· (Plutarch, Comparison of Solon and Publicola, chapter 4 3:3)

    (플루타르코스, Comparison of Solon and Publicola, chapter 4 3:3)

  • οἱ δὲ πολιορκεῖν μὲν οὐκ ἔγνωσαν τὴν πόλιν, ἀναστρέψαντεσ δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ἀέροσ ἀπετείχιζον, ὥστε μηκέτι τὰσ αὐγὰσ ἀπὸ τοῦ ἡλίου πρὸσ τὴν σελήνην διήκειν. (Lucian, Verae Historiae, book 1 19:1)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 19:1)

  • Κελτῶν μὲν περὶ τὸ Καπετώλιον στρατοπεδευόντων καὶ πολιορκούντων τὴν ἀκρόπολιν, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί· (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 121)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 121)

  • Κελτῶν μὲν περὶ τὸ Καπετώλιον στρατοπεδευόντων καὶ πολιορκούντων τὴν ἀκρόπολιν, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί· (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 122)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 122)

유의어

  1. to be besieged

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION