헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπολιορκέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπολιορκέω συμπολιορκήσω

형태분석: συμ (접두사) + πολιορκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in besieging, to besiege jointly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπολιόρκω

συμπολιόρκεις

συμπολιόρκει

쌍수 συμπολιόρκειτον

συμπολιόρκειτον

복수 συμπολιόρκουμεν

συμπολιόρκειτε

συμπολιόρκουσιν*

접속법단수 συμπολιόρκω

συμπολιόρκῃς

συμπολιόρκῃ

쌍수 συμπολιόρκητον

συμπολιόρκητον

복수 συμπολιόρκωμεν

συμπολιόρκητε

συμπολιόρκωσιν*

기원법단수 συμπολιόρκοιμι

συμπολιόρκοις

συμπολιόρκοι

쌍수 συμπολιόρκοιτον

συμπολιορκοίτην

복수 συμπολιόρκοιμεν

συμπολιόρκοιτε

συμπολιόρκοιεν

명령법단수 συμπολιο͂ρκει

συμπολιορκεῖτω

쌍수 συμπολιόρκειτον

συμπολιορκεῖτων

복수 συμπολιόρκειτε

συμπολιορκοῦντων, συμπολιορκεῖτωσαν

부정사 συμπολιόρκειν

분사 남성여성중성
συμπολιορκων

συμπολιορκουντος

συμπολιορκουσα

συμπολιορκουσης

συμπολιορκουν

συμπολιορκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπολιόρκουμαι

συμπολιόρκει, συμπολιόρκῃ

συμπολιόρκειται

쌍수 συμπολιόρκεισθον

συμπολιόρκεισθον

복수 συμπολιορκοῦμεθα

συμπολιόρκεισθε

συμπολιόρκουνται

접속법단수 συμπολιόρκωμαι

συμπολιόρκῃ

συμπολιόρκηται

쌍수 συμπολιόρκησθον

συμπολιόρκησθον

복수 συμπολιορκώμεθα

συμπολιόρκησθε

συμπολιόρκωνται

기원법단수 συμπολιορκοίμην

συμπολιόρκοιο

συμπολιόρκοιτο

쌍수 συμπολιόρκοισθον

συμπολιορκοίσθην

복수 συμπολιορκοίμεθα

συμπολιόρκοισθε

συμπολιόρκοιντο

명령법단수 συμπολιόρκου

συμπολιορκεῖσθω

쌍수 συμπολιόρκεισθον

συμπολιορκεῖσθων

복수 συμπολιόρκεισθε

συμπολιορκεῖσθων, συμπολιορκεῖσθωσαν

부정사 συμπολιόρκεισθαι

분사 남성여성중성
συμπολιορκουμενος

συμπολιορκουμενου

συμπολιορκουμενη

συμπολιορκουμενης

συμπολιορκουμενον

συμπολιορκουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to join in besieging

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION