헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πιμελής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πιμελής πιμελές

형태분석: πιμελη (어간) + ς (어미)

어원: from pi_melh/

  1. 뚱뚱한, 통통한
  1. fat

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 πιμελής

뚱뚱한 (이)가

πίμελες

뚱뚱한 (것)가

속격 πιμελούς

뚱뚱한 (이)의

πιμέλους

뚱뚱한 (것)의

여격 πιμελεί

뚱뚱한 (이)에게

πιμέλει

뚱뚱한 (것)에게

대격 πιμελή

뚱뚱한 (이)를

πίμελες

뚱뚱한 (것)를

호격 πιμελές

뚱뚱한 (이)야

πίμελες

뚱뚱한 (것)야

쌍수주/대/호 πιμελεί

뚱뚱한 (이)들이

πιμέλει

뚱뚱한 (것)들이

속/여 πιμελοίν

뚱뚱한 (이)들의

πιμέλοιν

뚱뚱한 (것)들의

복수주격 πιμελείς

뚱뚱한 (이)들이

πιμέλη

뚱뚱한 (것)들이

속격 πιμελών

뚱뚱한 (이)들의

πιμέλων

뚱뚱한 (것)들의

여격 πιμελέσιν*

뚱뚱한 (이)들에게

πιμέλεσιν*

뚱뚱한 (것)들에게

대격 πιμελείς

뚱뚱한 (이)들을

πιμέλη

뚱뚱한 (것)들을

호격 πιμελείς

뚱뚱한 (이)들아

πιμέλη

뚱뚱한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ ἡμεῖσ, ὅπερ ἐν ἀρχῇ τῶν λόγων εἰπὼν μέμνημαι, τοῦτο πρῶτον ἐπισκοποῦμεν, φύσιν σώματοσ τοῦ νοσοῦντοσ καὶ κρᾶσιν, καὶ τίνοσ πλείονοσ μετέχει, καὶ εἰ θερμότερον ἢ ψερμότερον, καὶ ἀκμάζον ἢ παρηβηκόσ, καὶ μέγα ἢ μικρόν, καὶ πιμελὲσ ἢ ὀλιγόσαρκον, καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα. (Lucian, Abdicatus, (no name) 29:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 29:3)

  • ἀγνωμοσύνη γὰρ δὴ ^ τοῦτό γε ‐ οὔτε ἡ ὄρνισ ὁμοία ταῖσ ἄλλαισ, ἀλλὰ τῷ μὲν πλησίον παχεῖα καὶ πιμελήσ, σοὶ δὲ νεοττὸσ ἡμίτομοσ ἢ φάττα τισ ὑπόσκληροσ, ὕβρισ ἄντικρυσ καὶ ἀτιμία. (Lucian, De mercede, (no name) 26:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 26:3)

  • τούσ τε αὖ κατάκλειστον ἐν θύραισ καὶ σκότῳ φυλάττοντασ, ὅπωσ αὐτοῖσ παχύτεροσ γενοίμην καὶ πιμελὴσ καὶ ὑπέρογκοσ ἐπιμελουμένουσ, οὔτε προσαπτομένουσ αὐτοὺσ οὔτε ἐσ τὸ φῶσ προάγοντασ, ὡσ μηδὲ ὀφθείην πρόσ τινοσ, ἀνοήτουσ ἐνόμιζον εἶναι καὶ ὑβριστάσ, οὐδὲν ἀδικοῦντά με ὑπὸ τοσούτοισ δεσμοῖσ κατασήποντασ, οὐκ εἰδότασ ὡσ μετὰ μικρὸν ἀπίασιν ἄλλῳ τινὶ τῶν εὐδαιμόνων με καταλιπόντεσ. (Lucian, Timon, (no name) 15:3)

    (루키아노스, Timon, (no name) 15:3)

  • τὸν ἐκ τῆσ τοιᾶσδε σκευῆσ ἀναβρομοῦντα ζωμὸν πυκνότερον τῇ ζωμηρύσει καταμίγνυε, μηδὲν ἕτερον ἐπεγχέων, ἀλλ’ αὐτὸν ἀπ’ αὐτοῦ ἀρυόμενοσ πρὸσ τὸ μηδὲν ὑπερζέσαι τοῦ πιμελεστέρου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 100 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 100 4:1)

  • Ἱκέσιοσ δὲ τοὺσ μὲν ἐν Γαδείροισ ἁλισκομένουσ πιμελεστέρουσ εἶναι, μετὰ δὲ τούτουσ τοὺσ ἐν Σικελίᾳ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 98 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 98 1:2)

  • γίνεται δὲ μικρὸν ἐν Πέρσαισ ὀρνίθιον, ᾧ περιττώματοσ οὐδέν ἐστιν, ἀλλ’ ὅλον διάπλεων πιμελῆσ τὰ ἐντόσ· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 19 3:1)

    (플루타르코스, Artaxerxes, chapter 19 3:1)

  • γόγγρου δ’ ὁμοῦ σωρευτὰ πιμελῆσ μέλη ὑπεργέμοντα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 42 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 42 2:2)

  • ἦ ὅτι τῶν τράγων οἱ σφόδρα πίονεσ ἧττόν εἰσι γόνιμοι καὶ μόλισ ὑπὸ πιμελῆσ ὀχεύουσι; (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 30 1:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 30 1:1)

유의어

  1. 뚱뚱한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION