περόνη
1군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περόνη
형태분석:
περον
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- anything pointed for piercing or pinning, the tongue of a buckle or brooch, the buckle or brooch, a large pin
- the small bone of the leg
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- λοχίοισ δ’ αὐτίκα νιν δέ‐ ξατο θαλάμαισ Κρονίδασ Ζεύσ, κατὰ μηρῷ δὲ καλύψασ χρυσέαισιν συνερείδει περόναισ κρυπτὸν ἀφ’ Ἥρασ. (Euripides, choral, antistrophe 12)
(에우리피데스, choral, antistrophe 12)
- ὦ ζαθέων πετάλων πολυθηρότα‐ τον νάποσ, Ἀρτέμιδοσ χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρών, μήποτε τὸν θανάτῳ προτεθέντα, λόχευμ’ Ιὀκάστασ, ὤφελεσ Οἰδιπόδαν θρέψαι, βρέφοσ ἔκβολον οἴκων, χρυσοδέτοισ περόναισ ἐπίσαμον· (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 11)
(에우리피데스, Phoenissae, choral, antistrophe 11)
- ὁ δ’ Οἰδίπουσ ἤρασσε περόναισ βλέφαρα· (Plutarch, De amore prolis, section 5 1:1)
(플루타르코스, De amore prolis, section 5 1:1)
- "αἱ δὲ γυναῖκεσ αὐτῶν τὰσ Θρᾳκῶν τῶν πρὸσ ἑσπέραν καὶ ἄρκτον περιοίκων γυναῖκασ ἐποίκιλλον τὰ σώματα, περόναισ γραφὴν ἐνεῖσαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:55)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:55)
- τὸ γάρ εἰσ τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῦ ξύλου πρότερον μὲν ἦν δυσὶ περόναισ κατειλημμένον σιδηραῖσ, τότε δὲ ὁ Μάριοσ τὴν μέν, ὥσπερ εἶχεν, εἰάσε, τὴν δὲ ἑτέραν ἐξελὼν ξύλινον ἧλον εὔθραυστον ἀντ’ αὐτῆσ ἐνέβαλε, τεχνάζων προσπεσόντα τὸν ὑσσὸν τῷ θυρεῷ τοῦ πολεμίου μὴ μένειν ὀρθόν, ἀλλὰ τοῦ ξυλίνου κλασθέντοσ ἥλου καμπὴν γίνεσθαι περὶ τὸν σίδηρον καὶ παρέλκεσθαι τὸ δόρυ, διὰ τὴν στρεβλότητα τῆσ αἰχμῆσ ἐνεχόμενον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 25 1:4)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 25 1:4)
유의어
-
anything pointed for piercing or pinning
- πόρπη (a buckle-pin, a buckle or brooch)
-
the small bone of the leg