Ancient Greek-English Dictionary Language

περιπαθής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιπαθής περιπαθές

Structure: περιπαθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: paqei=n

Sense

  1. in violent excitement, greatly distressed
  2. passionate

Examples

  • ἑστιάσασ δὲ λαμπρῶσ τοὺσ περὶ Νέαρχον, εἶτα λουσάμενοσ, ὥσπερ εἰώθει μέλλων καθεύδειν, Μηδίου δεηθέντοσ ᾤχετο κωμασόμενοσ πρὸσ αὐτόν κἀκεῖ πιὼν ὅλην τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἤρξατο πυρέττειν, οὔτε σκύφον Ἡρακλέουσ ἐκπιὼν οὔτε ἄφνω διαλγὴσ γενόμενοσ τὸ μετάφρενον ὥσπερ λόγχῃ πεπληγώσ, ἀλλὰ ταῦτά τινεσ ᾤοντο δεῖν γράφειν ὥσπερ δράματοσ μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον καὶ περιπαθὲσ πλάσαντεσ. (Plutarch, Alexander, chapter 75 3:1)

Synonyms

  1. passionate

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION