Ancient Greek-English Dictionary Language

περιορίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περιορίζω περιορίσω

Structure: περι (Prefix) + ὁρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to mark by boundaries

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιορίζω περιορίζεις περιορίζει
Dual περιορίζετον περιορίζετον
Plural περιορίζομεν περιορίζετε περιορίζουσιν*
SubjunctiveSingular περιορίζω περιορίζῃς περιορίζῃ
Dual περιορίζητον περιορίζητον
Plural περιορίζωμεν περιορίζητε περιορίζωσιν*
OptativeSingular περιορίζοιμι περιορίζοις περιορίζοι
Dual περιορίζοιτον περιοριζοίτην
Plural περιορίζοιμεν περιορίζοιτε περιορίζοιεν
ImperativeSingular περιόριζε περιοριζέτω
Dual περιορίζετον περιοριζέτων
Plural περιορίζετε περιοριζόντων, περιοριζέτωσαν
Infinitive περιορίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιοριζων περιοριζοντος περιοριζουσα περιοριζουσης περιοριζον περιοριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιορίζομαι περιορίζει, περιορίζῃ περιορίζεται
Dual περιορίζεσθον περιορίζεσθον
Plural περιοριζόμεθα περιορίζεσθε περιορίζονται
SubjunctiveSingular περιορίζωμαι περιορίζῃ περιορίζηται
Dual περιορίζησθον περιορίζησθον
Plural περιοριζώμεθα περιορίζησθε περιορίζωνται
OptativeSingular περιοριζοίμην περιορίζοιο περιορίζοιτο
Dual περιορίζοισθον περιοριζοίσθην
Plural περιοριζοίμεθα περιορίζοισθε περιορίζοιντο
ImperativeSingular περιορίζου περιοριζέσθω
Dual περιορίζεσθον περιοριζέσθων
Plural περιορίζεσθε περιοριζέσθων, περιοριζέσθωσαν
Infinitive περιορίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιοριζομενος περιοριζομενου περιοριζομενη περιοριζομενης περιοριζομενον περιοριζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιορίσω περιορίσεις περιορίσει
Dual περιορίσετον περιορίσετον
Plural περιορίσομεν περιορίσετε περιορίσουσιν*
OptativeSingular περιορίσοιμι περιορίσοις περιορίσοι
Dual περιορίσοιτον περιορισοίτην
Plural περιορίσοιμεν περιορίσοιτε περιορίσοιεν
Infinitive περιορίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιορισων περιορισοντος περιορισουσα περιορισουσης περιορισον περιορισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιορίσομαι περιορίσει, περιορίσῃ περιορίσεται
Dual περιορίσεσθον περιορίσεσθον
Plural περιορισόμεθα περιορίσεσθε περιορίσονται
OptativeSingular περιορισοίμην περιορίσοιο περιορίσοιτο
Dual περιορίσοισθον περιορισοίσθην
Plural περιορισοίμεθα περιορίσοισθε περιορίσοιντο
Infinitive περιορίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιορισομενος περιορισομενου περιορισομενη περιορισομενης περιορισομενον περιορισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to mark by boundaries

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION