Ancient Greek-English Dictionary Language

περινοέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περινοέω περινοήσω

Structure: περι (Prefix) + νοέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to contrive cunningly
  2. to consider on all sides, consider well

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινόω περινόεις περινόει
Dual περινόειτον περινόειτον
Plural περινόουμεν περινόειτε περινόουσιν*
SubjunctiveSingular περινόω περινόῃς περινόῃ
Dual περινόητον περινόητον
Plural περινόωμεν περινόητε περινόωσιν*
OptativeSingular περινόοιμι περινόοις περινόοι
Dual περινόοιτον περινοοίτην
Plural περινόοιμεν περινόοιτε περινόοιεν
ImperativeSingular περινο͂ει περινοεῖτω
Dual περινόειτον περινοεῖτων
Plural περινόειτε περινοοῦντων, περινοεῖτωσαν
Infinitive περινόειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοων περινοουντος περινοουσα περινοουσης περινοουν περινοουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινόουμαι περινόει, περινόῃ περινόειται
Dual περινόεισθον περινόεισθον
Plural περινοοῦμεθα περινόεισθε περινόουνται
SubjunctiveSingular περινόωμαι περινόῃ περινόηται
Dual περινόησθον περινόησθον
Plural περινοώμεθα περινόησθε περινόωνται
OptativeSingular περινοοίμην περινόοιο περινόοιτο
Dual περινόοισθον περινοοίσθην
Plural περινοοίμεθα περινόοισθε περινόοιντο
ImperativeSingular περινόου περινοεῖσθω
Dual περινόεισθον περινοεῖσθων
Plural περινόεισθε περινοεῖσθων, περινοεῖσθωσαν
Infinitive περινόεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοουμενος περινοουμενου περινοουμενη περινοουμενης περινοουμενον περινοουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινοήσω περινοήσεις περινοήσει
Dual περινοήσετον περινοήσετον
Plural περινοήσομεν περινοήσετε περινοήσουσιν*
OptativeSingular περινοήσοιμι περινοήσοις περινοήσοι
Dual περινοήσοιτον περινοησοίτην
Plural περινοήσοιμεν περινοήσοιτε περινοήσοιεν
Infinitive περινοήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοησων περινοησοντος περινοησουσα περινοησουσης περινοησον περινοησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινοήσομαι περινοήσει, περινοήσῃ περινοήσεται
Dual περινοήσεσθον περινοήσεσθον
Plural περινοησόμεθα περινοήσεσθε περινοήσονται
OptativeSingular περινοησοίμην περινοήσοιο περινοήσοιτο
Dual περινοήσοισθον περινοησοίσθην
Plural περινοησοίμεθα περινοήσοισθε περινοήσοιντο
Infinitive περινοήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοησομενος περινοησομενου περινοησομενη περινοησομενης περινοησομενον περινοησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to contrive cunningly

  2. to consider on all sides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION