Ancient Greek-English Dictionary Language

περίμετρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίμετρος περίμετρον

Structure: περιμετρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: me/tron

Sense

  1. excessive, very large or very beautiful

Examples

  • τοῦ γὰρ ἑξκαίδεκα τετραγώνου καὶ τοῦ ὀκτωκαίδεκα ἑτερομήκουσ, οἷσ μόνοισ ἀριθμῶν ἐπιπέδων συμβέβηκε τὰσ περιμέτρουσ ἴσασ ἔχειν τοῖσ περιεχομένοισ ὑπ’ αὐτῶν χωρίοισ, μέσοσ ὁ τῶν ἑπτακαίδεκα παρεμπίπτων ἀντιφράττει καὶ διαζεύγνυσιν ἀπ’ ἀλλήλων, καὶ διαιρεῖ τὸν ἐπόγδοον λόγον εἰσ ἄνισα διαστήματα τεμνόμενοσ. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 42 2:1)
  • ἡ δὲ παρὰ τὸν ὠκεανὸν Ἀραβία κεῖται μὲν ὑπεράνω τῆσ εὐδαίμονοσ, ποταμοῖσ δὲ πολλοῖσ καὶ μεγάλοισ διειλημμένη πολλοὺσ ποιεῖ τόπουσ λιμνάζοντασ καὶ μεγάλων ἑλῶν περιμέτρουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 54 4:1)

Synonyms

  1. excessive

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION