헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιγνάμπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιγνάμπτω περιγνάμψω

형태분석: περι (접두사) + γνάμπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to double

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιγνάμπτω

περιγνάμπτεις

περιγνάμπτει

쌍수 περιγνάμπτετον

περιγνάμπτετον

복수 περιγνάμπτομεν

περιγνάμπτετε

περιγνάμπτουσιν*

접속법단수 περιγνάμπτω

περιγνάμπτῃς

περιγνάμπτῃ

쌍수 περιγνάμπτητον

περιγνάμπτητον

복수 περιγνάμπτωμεν

περιγνάμπτητε

περιγνάμπτωσιν*

기원법단수 περιγνάμπτοιμι

περιγνάμπτοις

περιγνάμπτοι

쌍수 περιγνάμπτοιτον

περιγναμπτοίτην

복수 περιγνάμπτοιμεν

περιγνάμπτοιτε

περιγνάμπτοιεν

명령법단수 περιγνάμπτε

περιγναμπτέτω

쌍수 περιγνάμπτετον

περιγναμπτέτων

복수 περιγνάμπτετε

περιγναμπτόντων, περιγναμπτέτωσαν

부정사 περιγνάμπτειν

분사 남성여성중성
περιγναμπτων

περιγναμπτοντος

περιγναμπτουσα

περιγναμπτουσης

περιγναμπτον

περιγναμπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιγνάμπτομαι

περιγνάμπτει, περιγνάμπτῃ

περιγνάμπτεται

쌍수 περιγνάμπτεσθον

περιγνάμπτεσθον

복수 περιγναμπτόμεθα

περιγνάμπτεσθε

περιγνάμπτονται

접속법단수 περιγνάμπτωμαι

περιγνάμπτῃ

περιγνάμπτηται

쌍수 περιγνάμπτησθον

περιγνάμπτησθον

복수 περιγναμπτώμεθα

περιγνάμπτησθε

περιγνάμπτωνται

기원법단수 περιγναμπτοίμην

περιγνάμπτοιο

περιγνάμπτοιτο

쌍수 περιγνάμπτοισθον

περιγναμπτοίσθην

복수 περιγναμπτοίμεθα

περιγνάμπτοισθε

περιγνάμπτοιντο

명령법단수 περιγνάμπτου

περιγναμπτέσθω

쌍수 περιγνάμπτεσθον

περιγναμπτέσθων

복수 περιγνάμπτεσθε

περιγναμπτέσθων, περιγναμπτέσθωσαν

부정사 περιγνάμπτεσθαι

분사 남성여성중성
περιγναμπτομενος

περιγναμπτομενου

περιγναμπτομενη

περιγναμπτομενης

περιγναμπτομενον

περιγναμπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιγνάμψω

περιγνάμψεις

περιγνάμψει

쌍수 περιγνάμψετον

περιγνάμψετον

복수 περιγνάμψομεν

περιγνάμψετε

περιγνάμψουσιν*

기원법단수 περιγνάμψοιμι

περιγνάμψοις

περιγνάμψοι

쌍수 περιγνάμψοιτον

περιγναμψοίτην

복수 περιγνάμψοιμεν

περιγνάμψοιτε

περιγνάμψοιεν

부정사 περιγνάμψειν

분사 남성여성중성
περιγναμψων

περιγναμψοντος

περιγναμψουσα

περιγναμψουσης

περιγναμψον

περιγναμψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιγνάμψομαι

περιγνάμψει, περιγνάμψῃ

περιγνάμψεται

쌍수 περιγνάμψεσθον

περιγνάμψεσθον

복수 περιγναμψόμεθα

περιγνάμψεσθε

περιγνάμψονται

기원법단수 περιγναμψοίμην

περιγνάμψοιο

περιγνάμψοιτο

쌍수 περιγνάμψοισθον

περιγναμψοίσθην

복수 περιγναμψοίμεθα

περιγνάμψοισθε

περιγνάμψοιντο

부정사 περιγνάμψεσθαι

분사 남성여성중성
περιγναμψομενος

περιγναμψομενου

περιγναμψομενη

περιγναμψομενης

περιγναμψομενον

περιγναμψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to double

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION