헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιβιόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιβιόω

형태분석: περι (접두사) + βιό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 살아남다, 살아오다
  1. to survive

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβίω

(나는) 살아남는다

περιβίοις

(너는) 살아남는다

περιβίοι

(그는) 살아남는다

쌍수 περιβίουτον

(너희 둘은) 살아남는다

περιβίουτον

(그 둘은) 살아남는다

복수 περιβίουμεν

(우리는) 살아남는다

περιβίουτε

(너희는) 살아남는다

περιβίουσιν*

(그들은) 살아남는다

접속법단수 περιβίω

(나는) 살아남자

περιβίοις

(너는) 살아남자

περιβίοι

(그는) 살아남자

쌍수 περιβίωτον

(너희 둘은) 살아남자

περιβίωτον

(그 둘은) 살아남자

복수 περιβίωμεν

(우리는) 살아남자

περιβίωτε

(너희는) 살아남자

περιβίωσιν*

(그들은) 살아남자

기원법단수 περιβίοιμι

(나는) 살아남기를 (바라다)

περιβίοις

(너는) 살아남기를 (바라다)

περιβίοι

(그는) 살아남기를 (바라다)

쌍수 περιβίοιτον

(너희 둘은) 살아남기를 (바라다)

περιβιοίτην

(그 둘은) 살아남기를 (바라다)

복수 περιβίοιμεν

(우리는) 살아남기를 (바라다)

περιβίοιτε

(너희는) 살아남기를 (바라다)

περιβίοιεν

(그들은) 살아남기를 (바라다)

명령법단수 περιβῖου

(너는) 살아남아라

περιβιοῦτω

(그는) 살아남아라

쌍수 περιβίουτον

(너희 둘은) 살아남아라

περιβιοῦτων

(그 둘은) 살아남아라

복수 περιβίουτε

(너희는) 살아남아라

περιβιοῦντων, περιβιοῦτωσαν

(그들은) 살아남아라

부정사 περιβίουν

살아남는 것

분사 남성여성중성
περιβιων

περιβιουντος

περιβιουσα

περιβιουσης

περιβιουν

περιβιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβίουμαι

(나는) 살아남긴다

περιβίοι

(너는) 살아남긴다

περιβίουται

(그는) 살아남긴다

쌍수 περιβίουσθον

(너희 둘은) 살아남긴다

περιβίουσθον

(그 둘은) 살아남긴다

복수 περιβιοῦμεθα

(우리는) 살아남긴다

περιβίουσθε

(너희는) 살아남긴다

περιβίουνται

(그들은) 살아남긴다

접속법단수 περιβίωμαι

(나는) 살아남기자

περιβίοι

(너는) 살아남기자

περιβίωται

(그는) 살아남기자

쌍수 περιβίωσθον

(너희 둘은) 살아남기자

περιβίωσθον

(그 둘은) 살아남기자

복수 περιβιώμεθα

(우리는) 살아남기자

περιβίωσθε

(너희는) 살아남기자

περιβίωνται

(그들은) 살아남기자

기원법단수 περιβιοίμην

(나는) 살아남기기를 (바라다)

περιβίοιο

(너는) 살아남기기를 (바라다)

περιβίοιτο

(그는) 살아남기기를 (바라다)

쌍수 περιβίοισθον

(너희 둘은) 살아남기기를 (바라다)

περιβιοίσθην

(그 둘은) 살아남기기를 (바라다)

복수 περιβιοίμεθα

(우리는) 살아남기기를 (바라다)

περιβίοισθε

(너희는) 살아남기기를 (바라다)

περιβίοιντο

(그들은) 살아남기기를 (바라다)

명령법단수 περιβίου

(너는) 살아남겨라

περιβιοῦσθω

(그는) 살아남겨라

쌍수 περιβίουσθον

(너희 둘은) 살아남겨라

περιβιοῦσθων

(그 둘은) 살아남겨라

복수 περιβίουσθε

(너희는) 살아남겨라

περιβιοῦσθων, περιβιοῦσθωσαν

(그들은) 살아남겨라

부정사 περιβίουσθαι

살아남기는 것

분사 남성여성중성
περιβιουμενος

περιβιουμενου

περιβιουμενη

περιβιουμενης

περιβιουμενον

περιβιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβιώσω

(나는) 살아남겠다

περιβιώσεις

(너는) 살아남겠다

περιβιώσει

(그는) 살아남겠다

쌍수 περιβιώσετον

(너희 둘은) 살아남겠다

περιβιώσετον

(그 둘은) 살아남겠다

복수 περιβιώσομεν

(우리는) 살아남겠다

περιβιώσετε

(너희는) 살아남겠다

περιβιώσουσιν*

(그들은) 살아남겠다

기원법단수 περιβιώσοιμι

(나는) 살아남겠기를 (바라다)

περιβιώσοις

(너는) 살아남겠기를 (바라다)

περιβιώσοι

(그는) 살아남겠기를 (바라다)

쌍수 περιβιώσοιτον

(너희 둘은) 살아남겠기를 (바라다)

περιβιωσοίτην

(그 둘은) 살아남겠기를 (바라다)

복수 περιβιώσοιμεν

(우리는) 살아남겠기를 (바라다)

περιβιώσοιτε

(너희는) 살아남겠기를 (바라다)

περιβιώσοιεν

(그들은) 살아남겠기를 (바라다)

부정사 περιβιώσειν

살아남을 것

분사 남성여성중성
περιβιωσων

περιβιωσοντος

περιβιωσουσα

περιβιωσουσης

περιβιωσον

περιβιωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβιώσομαι

(나는) 살아남기겠다

περιβιώσει, περιβιώσῃ

(너는) 살아남기겠다

περιβιώσεται

(그는) 살아남기겠다

쌍수 περιβιώσεσθον

(너희 둘은) 살아남기겠다

περιβιώσεσθον

(그 둘은) 살아남기겠다

복수 περιβιωσόμεθα

(우리는) 살아남기겠다

περιβιώσεσθε

(너희는) 살아남기겠다

περιβιώσονται

(그들은) 살아남기겠다

기원법단수 περιβιωσοίμην

(나는) 살아남기겠기를 (바라다)

περιβιώσοιο

(너는) 살아남기겠기를 (바라다)

περιβιώσοιτο

(그는) 살아남기겠기를 (바라다)

쌍수 περιβιώσοισθον

(너희 둘은) 살아남기겠기를 (바라다)

περιβιωσοίσθην

(그 둘은) 살아남기겠기를 (바라다)

복수 περιβιωσοίμεθα

(우리는) 살아남기겠기를 (바라다)

περιβιώσοισθε

(너희는) 살아남기겠기를 (바라다)

περιβιώσοιντο

(그들은) 살아남기겠기를 (바라다)

부정사 περιβιώσεσθαι

살아남길 것

분사 남성여성중성
περιβιωσομενος

περιβιωσομενου

περιβιωσομενη

περιβιωσομενης

περιβιωσομενον

περιβιωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεβῖουν

(나는) 살아남고 있었다

περιεβῖους

(너는) 살아남고 있었다

περιεβῖουν*

(그는) 살아남고 있었다

쌍수 περιεβίουτον

(너희 둘은) 살아남고 있었다

περιεβιοῦτην

(그 둘은) 살아남고 있었다

복수 περιεβίουμεν

(우리는) 살아남고 있었다

περιεβίουτε

(너희는) 살아남고 있었다

περιεβῖουν

(그들은) 살아남고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεβιοῦμην

(나는) 살아남기고 있었다

περιεβίου

(너는) 살아남기고 있었다

περιεβίουτο

(그는) 살아남기고 있었다

쌍수 περιεβίουσθον

(너희 둘은) 살아남기고 있었다

περιεβιοῦσθην

(그 둘은) 살아남기고 있었다

복수 περιεβιοῦμεθα

(우리는) 살아남기고 있었다

περιεβίουσθε

(너희는) 살아남기고 있었다

περιεβίουντο

(그들은) 살아남기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 살아남다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION